Η πρώτη προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό άρχιζε με τη φράση: «Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
…Το σημαντικότερο όμως μέρος της Εκκλησιαστικής πολιτικής του, που συνιστούσε την μεγαλύτερη πρόκληση για τους δικούς μας Ευρωπαϊστές και τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήταν η προσπάθειά του να αποκαταστήσει τις σχέσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας με την πνευματική της Μητέρα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που ήταν ακόμη και Εθναρχικό του Ελληνισμού Κέντρο.
Με την έκρηξη της εθνεγερσίας, όπως ήταν φυσικό, διεκόπη η επικοινωνία της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς όμως η διακοπή αυτή, καθ’ όλη την διάρκεια του Αγώνος, να λάβει τον χαρακτήρα πραξικοπηματικής ανεξαρτητοποιήσεως. Τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ούτε απορρίφθηκαν ποτέ, ούτε και λησμονήθηκαν. Αντίθετα η Γ΄ Εθνική Συνέλευση –αυτή που εξέλεξε και τον Καποδίστρια ως Κυβερνήτη– διεκήρυξε: «Επειδή πάντες ημείς […] ουκ εγνωρίσαμεν άλλην μητέρα, ειμή την Μεγάλην Εκκλησίαν, ούτε άλλον Κυριάρχην, ειμή τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καθ’ α και ο μεγαλόφρων αυτής Πατριάρχης Γρηγόριος προ ολίγων χρόνων εθυσιάσθη υπέρ της Ιεράς ημών Πίστεως και υπέρ πατρίδος, δια τούτο ουκ εφείται ημίν αποσπασθήναι απ’ αυτής και αποσκιρτήσαι». Ο κύκλος όμως των Διαφωτιστών, με πρώτο τον Κοραή, ποτισμένος από το δυτικό πνεύμα και προσκολλημένος στην δυτική αρχή των εθνοτήτων και στις δυτικογενείς προκαταλήψεις για το Βυζάντιο και τη Ρωμηοσύνη, έγινε ο προπαγανδιστής της αυτονομήσεως της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να λεχθεί, ότι οι Έλληνες Ευρωπαΐζοντες ευθυγραμμίζονταν με την πολιτική την Μεγάλων Δυνάμεων για το νεότευκτο Ελληνικό Κράτος, αλλά και όλη την «καθ’ ημάς Ανατολή». Η πολιτική αυτή μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα: λύση του Ανατολικού ζητήματος με τη δημιουργία μικρών εθνικών βαλκανικών κρατών, σε μόνιμη σύγκρουση ή αντίθεση μεταξύ τους, για την εμπόδιση κοινού αγώνος εκ μέρους των προς ανασύσταση της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Ο διαμελισμός της Ευρωπαϊκής Τουρκίας συνδέθηκε με την δικαιοδοσιακή συρρίκνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με τη δημιουργία εθνικών Εκκλησιών, και σ’ αυτό βοηθούσε η εξάπλωση του εθνικού και, κατά ουσίαν εθνικιστικού, πνεύματος στους λαούς της Βαλκανικής. Οι Έλληνες θα έχουμε το θλιβερό προνόμιο να ηγηθούμε το 1833 σε αυτήν την προσπάθεια αποσυνθέσεως της Ρωμαϊκής Εθναρχίας.
Ο Καποδίστριας γνώριζε καλά τα σχέδια αυτά. Ως ενσυνείδητα όμως Ρωμηός–Ορθόδοξος, γνώριζε, ότι υπήρχε κίνδυνος, η διακοπή του δογματικού και κανονικού δεσμού της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο να προκαλέσει κυριολεκτικά διάλυση του Ελληνισμού, ελευθέρου και αλυτρώτου. Εξ άλλου, ήταν και βαθύς γνώστης της σημασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον Ελληνισμό και την Ορθόδοξη οικουμένη, –όπως αποδεικνύει η σχετική αλληλογραφία του. Άλλωστε, ήδη το 1819, ευρισκόμενος στην Κέρκυρα, είχε εκδώσει επώνυμα Υπόμνημα, υποστηρίζοντας την αναβολή της επαναστάσεως και τη θεμελίωση της Φιλικής Εταιρείας «ουχί επί της αρχής της εθνότητος, αλλά από της ευρείας και ζώσης Ορθοδόξου Εκκλησίας»19. Τι άλλο δείχνει αυτό από την θέληση του Καποδίστρια να αναστηθεί «το ρωμαίικο», το οποίο συνεχιζόταν με την Εθναρχική υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Με την Ορθοδοξία και όχι την Ευρώπη συνέδεε ο Καποδίστριας το μέλλον του Ελληνισμού.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι ο Κυβερνήτης συνήψε αλληλογραφία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο τον Α΄ (1830-1834), με σκοπό να ρυθμισθεί η σχέση της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Μητέρα Εκκλησία μέσα στο πνεύμα της Ορθοδόξου παραδόσεως και της ιστορικοκανονικής τάξεως. Στη συνάφεια δε αυτή είναι ενδεικτική των προθέσεων και του φρονήματος του Καποδίστρια μία πολύτιμη μαρτυρία του Κ. Οικονόμου, που δημοσιεύσαμε ήδη20. Ο Οικονόμος, στενός φίλος του Ρέοντος και Πραστού και μετέπειτα Κυνουρίας Διονυσίου, από τον οποίο θα έλαβε ασφαλώς τις σχετικές πληροφορίες, αναφέρει, ότι ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Διονύσιο ειδική αποστολή στην Πόλη, για να διευθετηθεί το ταχύτερο το εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ελλάδος, «ίνα μη, όπως έλεγε (ο Καποδίστριας), πέσει η υπόθεσις εις Φράγκων χείρας, και τότε εχάθημεν»! Μέσα στη φράση αυτή κλείνεται η προφητική πρόβλεψη του Καποδίστρια για το βαυαρικό αυτοκέφαλο και τις επιπτώσεις του στη ζωή του Έθνους μας, αλλά και στην όλη πορεία του Ελληνισμού.
Αυτό ακριβώς όμως δεν ήθελε η Ευρωπαϊκή πολιτική. Την ομαλοποίηση των σχέσεων της ελευθέρας Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την συνέχιση της ενότητος του Ρωμαίικου, που μπορούσε να οδηγήσει στην ανάσταση του Βυζαντίου/Ρωμανίας, δηλαδή της Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας. Ενώ ο Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος ετοιμαζόταν για την μετάβασή του στη Πατριαρχείο, οι δολοφονικές σφαίρες έκοβαν τη ζωή του Κυβερνήτη και ματαίωναν τους σκοπούς του. Οι δυνάμεις εκείνες, που τροφοδοτούσαν και κατηύθυναν την εναντίον του αντιπολίτευση, όπλισαν και τα χέρια των αφελών δολοφόνων του. Όπως, συνήθως, συμβαίνει στην ιστορική πορεία ημών των Ελλήνων, οι προσωπικές δυσαρέσκειες και αντιθέσεις, ενισχυόμενες από τις επιβουλές των ξένων, μεγιστοποιούν τις οποιεσδήποτε υπερβάσεις και αστοχίες, χάνοντας τη συνείδηση της καθολικότητας και του ουσιώδους και εν προκειμένω του μεγάλου έργου του Κυβερνήτη.
π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός Πρωτοπρεσβύτερος
*Απόσπασμα από το κείμενο