Ὁ Ἀξιωματικός τῆς Χωροφυλακῆς Σπύρος Σπυρομήλιος γεννήθηκε τὸ 1864 στὴν Χειμάρρα τῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ πέθανε στὶς 19 Μαΐου 1930, στὸ σπίτι του στὴν ὁδὸ Ραβινὲ στὴν Ἀθήνα. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα μὲ πρόθεση νὰ εἰσαχθεῖ στὴ Σχολὴ Ναυτικῶν Δοκίμων, ὅμως δὲν τὰ κατάφερε λόγω ὑπερβάσεως τοῦ ὁρίου τῆς ἡλικίας καὶ μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ θείου τοῦ Ἰωάννη Σπυρομήλιου ποὺ ἦταν Μέραρχος τοῦ Σώματος, κατατάχθηκε στὴ Βασιλικὴ Χωροφυλακὴ καὶ ἐξελίχθηκε σὲ ἀξιωματικό. Συμμετεῖχε στὸν Ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897 ὡς ἐπικεφαλῆς δυνάμεως χωροφυλάκων καὶ πῆρε μέρος στὴν ἀπόβαση τῆς Ἠπειρωτικῆς Φάλαγγας στὴ Νικόπολη τῆς Πρέβεζας καὶ...πολέμησε στὶς μάχες στὴν περιοχή.
Κατόπιν
συμμετεῖχε στὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα, ἐνῶ τὸ 1906 ἵδρυσε τὴν “Ἠπειρωτικὴ
Ἐταιρεία”. Στὶς 5 Νοεμβρίου 1912, τοῦ δόθηκε ἐντολὴ νὰ ἀποβιβαστεῖ στὴν
Χιμάρα, μὲ συνολικὰ 2.000 ἐθελοντές, κυρίως Χειμαρριῶτες καὶ Κρητικούς. Ἡ
ἀπόβαση, ἔγινε χωρὶς δυσκολία, στὶς 7:30 τὸ πρωὶ στὰ Σπήλια τῆς Χιμάρας
μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ ἀτμόπλοιου «Ἀχελῶος» καὶ εἶχε πλήρη ἐπιτυχία.
Οἱ
Μ. Δυνάμεις ἀποφάσισαν στὸ Λονδίνο τὴν δημιουργία Ἀλβανικοῦ Κράτους
στὶς 29 Ἰουλίου 1913, χωρὶς ὅμως νὰ καθορίσουν τὰ σύνορά του, ὥστε νὰ
μετριάσουν, νὰ περιορίσουν καὶ νὰ ἀπορροφήσουν τὴν ἑλληνικὴ ἀντίδραση.
Στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1914 ὑπεγράφη τὸ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας μεταξύ της
ἀλβανικῆς κυβέρνησης, ποὺ ἐπικεφαλῆς τῆς ἦταν ὁ πρίγκιπας Βὴντ καὶ τοῦ
προέδρου τῆς «Αὐτόνομης Δημοκρατίας τῆς Βορείου Ἠπείρου» Γεωργίου
Χρηστάκη-Ζωγράφου.
Μὲ
αὐτὸ τερματίστηκαν οἱ ἔνοπλες συγκρούσεις μεταξὺ ἀλβανικῆς
χωροφυλακῆς-ἀτάκτων καὶ Βορειοηπειρωτῶν (Ἱερῶν Λόχων) καὶ ἀναγνωρίστηκε ἡ
αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου μαζὶ μὲ μία σειρὰ δικαιωμάτων γιὰ τὸν
τοπικὸ πληθυσμό. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ἀπέτρεψε τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἀλλὰ
εἶναι ἐντυπωσιακὸ ὅτι τὸ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας δὲν ἀναιρέθηκε ποτὲ ἀπὸ
κάποια μεταγενέστερη συνθήκη μετὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ἐμεῖς
ὡς λαὸς πάντα θεωρούσαμε τοὺς Ἰταλοὺς φίλους καμιὰ φορᾶ καὶ συγγενεῖς
ἐπαναλαμβάνοντας συχνὰ τὸ una faccia una razza γιὰ νὰ δηλώσουμε τὴν
ὁμοιότητά μας στὸ ταπεραμέντο σὲ ἀντιδιαστολὴ συνήθως μὲ τοὺς “ψυχρους”
καὶ πειθαρχημένους Βορειοευρωπαίους.
Ἡ
ἀγάπη τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ πρὸς τὸν Ἰταλικὸ πάει πίσω πρὶν τὸ 1821 μὲ τὴν
ἐπανάσταση τῶν Καρμποναρῶν, ὅταν πολλοὶ Ἕλληνες, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ
ποιητὴς Ἀνδρέας Κάλβος, πολέμησαν στὴν Ἰταλία. Ἀργότερα ἡ προσπάθεια τῶν
Ἰταλῶν γιὰ ἐνοποίηση σὲ ἕνα κράτος καὶ οἱ πόλεμοι τοῦ Τζουζέπε
Γκαριμπάλντι ἐναντίον τῶν Αὐστριακῶν θὰ προκαλέσουν τριγμοὺς στὴν κοινὴ
γνώμη τοῦ ἑλληνικοῦ Βασιλείου: Οἱ Ἕλληνες θεωροῦσαν ὅτι ὁ βασιλιὰς Ὀθων
δὲν παίρνει σαφῆ θέση κατὰ τῶν Αὐστριακῶν καὶ δὲν ἀποστέλλει βοήθεια
στοὺς Ἰταλούς.
Ἡ
Ἰταλία ὅμως πολὺ σύντομα μετὰ τὴν ἐνοποίηση τῆς ἐπιζητεῖ νὰ
δημιουργήσει ζώνη ἐπιρροῆς στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Ὁ πόλεμος ἐναντίον
τῆς ὀθωμανικῆς Λιβύης τὸ 1911 θὰ μεταφερθεῖ στὰ Δωδεκάνησα (ἐπίσης
ὀθωμανικὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη) καὶ ἀφοῦ τὰ καταλάβει θὰ προσπαθήσει νὰ
ἰταλοποιησει τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό τους.
Ἡ
δημιουργία τοῦ ἀλβανικοῦ κράτους καθὼς καὶ ἡ προστασία τοῦ καθορίζεται
ἀπὸ τὶς ἰταλικὲς ἐπιδιώξεις δημιουργίας προτεκτοράτου στὰ Δυτικὰ
Βαλκάνια. Δὲν θὰ διστάσει ὁ Μουσολίνι τὸ 1923 νὰ στείλει τὸν Ἰταλικὸ
Στόλο νὰ κανονιοβολήσει καὶ νὰ καταλάβει τὴν Κέρκυρα. Λίγο πρὶν τὴν
ἰταλικὴ εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα θὰ ἀνακινηθεῖ τὸ ζήτημα τῶν Τσάμηδων, ἐνῶ τὸ
1941 – 2 θὰ γίνει ἀπόπειρα δημιουργίας κουτσοβλαχικοῦ κρατιδίου στὴν
Ἤπειρο, τὸ λεγόμενο “Πριγκιπάτο τῆς Πίνδου”. Ὅλα αὐτὰ ἀνατράπηκαν μετὰ
τὸ τέλος τοῦ Β’Παγκοσμίου Πολέμου. Τὰ σχέδια αὐτὰ τῶν Ἰταλῶν κατέρρευσαν
καὶ λόγω τῆς ἥττας τοὺς ἀλλὰ καὶ λόγω της μὴ ἀνταπόκρισης τῶν ἐντόπιων
πληθυσμῶν.
Εἶχε
προηγηθεῖ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1940 ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Βόρειας Ἠπείρου ἀπὸ
τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό. Στὶς 22 Νοεμβρίου 1940 τμήματα τοῦ Ἑλληνικοῦ
Στρατοῦ εἰσέρχονται ἀπελευθερωτὲς τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ διαμερίσματος
τῆς Κορυτσᾶς. Ὁ κόσμος βγῆκε στοὺς δρόμους καὶ ζητωκραύγαζε: “Πήραμε τὴν
Κορυτσά”. Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Κορυτσᾶς ἦταν ἡ τελευταία μεγάλη ἐπιτυχία
τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ στὸ βορειοηπειρωτικὸ μέτωπο. Στὴν πόλη βρίσκονταν
καὶ τὴν ὑποστήριζαν ἰσχυρὲς ἰταλικὲς δυνάμεις (μεραρχία Τριέστι –
Πιεμόντε – Βενέτσια – Ἀρέστο μὲ δύο τάγματα μεγαλοχιτώνων – μὲ τὸ τάγμα
τῶν Βερσαλιῶν καὶ ἕνα τάγμα Ἀλβανῶν). Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κατάληψή της
κράτησε ὀχτὼ μέρες καὶ κόστισε πολλὲς ἀπώλειες.
Ἡ
Χειμάρρα ἐπεπρωτο νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἐκ νέου ἀπὸ ἕναν Σπυρομήλιο καὶ
μάλιστα Ἀξιωματικό του Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ, τὸν Πύρρο Σπυρομήλιο. Πατέρας
του ἦταν ὁ Στρατηγὸς Νικόλαος Σπυρομήλιος, ὁ θρυλικὸς Καπετὰν Μπούας
τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Γόνος τῆς ἡρωικῆς οἰκογένειας τῶν Σπυρομήλιων,
εἰσῆλθε στὴν Σχολὴ Ναυτικῶν Δοκίμων στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 1929 γιὰ νὰ
ἀποφοιτήσει τέσσερα χρόνια ἀργότερα στὶς 30 Σεπτεμβρίου 1933 σὰν μάχιμος
Σημαιοφόρος.
Ἐνῶ
ὁ Ἑλληνικὸς Στρατός, κατὰ τὸν Ἑλληνοϊταλικὸ Πόλεμο, προέλαυνε στὴν
Βόρεια Ἤπειρο καὶ οἱ Ἅγιοι Σαράντα εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ, ὁ Σημαιοφόρος Π.
Σπυρομήλιος ΒΝ, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε στὴν Ναυτικὴ Διοίκηση Βορείου
Ἠπείρου ζήτησε ἀπὸ τὸν διοικητή του νὰ τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀποσπάσματος
ποὺ θὰ κατελάμβανε τὴν πόλη τῆς Χειμάρρας, διότι ἤθελε νὰ εἶναι αὐτὸς
πρῶτος ποὺ θὰ ἔμπαινε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ἡ ἄδεια δόθηκε καὶ
ἐτέθη ἐπικεφαλῆς ἀποσπάσματος ἀπὸ 25 χωροφύλακες καὶ ἕνα ναύτη ἐθελοντή.
Ὁ ἴδιος ὁ Σπυρομήλιος θὰ περιγράψει τὴν συγκινητικὴ στιγμή:
«Πεζοποροῦντες
ἐπὶ δεκάωρον περίπου εἰσήλθομεν εἰς τὴν Χειμάρρα ἄνευ ἀντιστάσεως
γενόμενοι δεκτοὶ ὑπὸ τῶν κατοίκων μὲ ἔξαλλον ἐνθουσιασμὸν καὶ ὕψωσα τὴν
Ἑλληνικὴν Σημαίαν ἐγκαταστήσας τὰς πρώτας Ἑλληνικᾶς Ἀρχάς. Οὐδεμία μάχη
συνήφθη καὶ ἡ ὡς ἄνω ἐνέργειά μου δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς
ἐπιχείρησις.» (Ἔγγραφο Κυβερνήτη ἀντιτορπιλικοῦ Δόξα, Ἀντιπλοιάρχου
Σπυρομήλιου ὑπ’ ἀριθ. 235, 18/2/1952 πρὸς τὴν Σύνταξιν τῆς Πολεμικῆς
Ἐκθέσεως, Ἀρχεῖο Ὑπηρεσίας Ἱστορίας Ναυτικοῦ).
Ὁ
ἡρωισμὸς του ὅμως ἦταν ἀστείρευτος. Τὴν 1η Μαρτίου τοῦ 1941 ὁ
Σημαιοφόρος Σπυρομήλιος ἔδειξε ἀπαράμιλλο θάρρος. Λόγω διαταγῆς τοῦ
Ὑπουργείου Ναυτικῶν γιὰ χρησιμοποιήση τοῦ ὅρμου Πανόρμου τῆς Χειμάρρας
γιὰ ἀνεφοδιασμό, διετάχθη ἀπὸ τὸν Διοικητὴ τῆς Ναυτικῆς Διοίκησης
Βορείου Ἠπείρου νὰ διενεργήσει γρίπιση ναρκῶν. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν
διετέθησαν δύο μικρὰ ἐπίτακτα πετρελαιοκίνητα πλοῖα. Στὸ πρῶτο ἐπέβη ὁ
Σπυρομήλιος μὲ ἕναν Ὑπαξιωματικὸ καὶ ἕνα Ναύτη καὶ στὸ δεύτερο ὁ
Ἀρχικελευστὴς Καλαμποκίδης. Τὸ πρῶτο γιὰ ὁπλισμὸ εἶχε ἕνα φορητὸ
πολυβόλο, ἐνῶ τὸ δεύτερο γιὰ ἄμυνα δὲν εἶχε παρὰ τὸ περίστροφο τοῦ
Ἀρχικελευστῆ Καλαμποκίδη.
Κατὰ
τὰ μεσάνυκτα δίπλα τους ἀνεδύθη ἰταλικὸ ὑποβρύχιο. Ὁ Σημαιοφόρος
Σπυρομήλιος διέταξε νὰ ποντιστεῖ τὸ σύρμα τῆς γρύπισης καὶ ταχύτατα μὲ
τὸ πλοῖο του κινήθηκε ἀνάμεσα στὸ ὑποβρύχιο καὶ τὸν ἀνυπεράσπιστο
Καλαμποκίδη βάλλοντας παράλληλα μὲ τὸ φορητὸ πολυβόλο ἐναντίον τοῦ
ὑποβρυχίου. Τὸ ἰταλικὸ ὑποβρύχιο ἀπάντησε μὲ τὸ πολυβόλο του καὶ τὰ δύο
ἀντιαεροπορικὰ πολυβόλα του. Ἡ μάχη κράτησε 10 λεπτά, ὅποτε καὶ τὸ
ἰταλικὸ ὑποβρύχιο κατεδύθη (Ἀρχεῖο Ὑπηρεσίας Ἱστορίας Ναυτικοῦ).
Στὴν
πρώτη φωτὸ εἰκονίζεται ὁ Σπύρος Σπυρομήλιος μὲ στολὴ Μακεδομομάχου, στὴ
δεύτερη ὁ Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, ὁ ὁποῖος μὲ σωστοὺς χειρισμοὺς
συντέλεσε στὴ διεθνῆ ἀναγνώριση τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ ζητήματος ποὺ
κατέληξαν στὴν αὐτονομία τῆς περιοχῆς μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Πρωτοκόλλου
τῆς Κέρκυρας. Στὴν τρίτη ἡ σημαία τῆς “Αὐτόνομου Δημοκρατίας τῆς Βορείου
Ἠπείρου”. Στὸν χάρτη εἰκονίζεται ἡ ἔκταση τῆς Βορείου Ἠπείρου. Στὴν
τέταρτη εἰκόνα ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἀπελευθερώνει τὴν Κορυτσὰ τὸ 1940.
Στὴν τελευταία εἰκονίζεται ὁ Ἀξιωματικός του Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ Πυρρὸς
Σπυρομήλιος ὡς Διευθυντὴ τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.). Ἡ
Διεύθυνσή του στὸ ΕΙΡ διακρίθηκε ἀπὸ τὸ προοδευτικὸ καὶ ἀνανεωτικό του
πνεῦμα στὶς ἐκπαιδευτικὲς καὶ πολιτισμικὲς ἐκπομπές.