Δεν θέλουν να φύγουν τα περιοριστικά μέτρα από το τραπέζι
Επικίνδυνες ιογενείς λοιμώξεις, αύξηση των καρκίνων και έξαρση των ψυχικών διαταραχών θα αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα τα επόμενα χρόνια. Το 2023 θα συνεχιστεί η μάχη κατά της πανδημίας και οι επιστήμονες δεν μπορούν να προβλέψουν για πόσο διάστημα ακόμα θα διαρκέσει.
«Εκτός από την αντιμετώπιση των ιογενών λοιμώξεων η ανθρωπότητα θα βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντική αύξηση των καρκίνων, εξαιτίας της μειωμένης προσέλευσης για πρώιμη διάγνωση την τελευταία τριετία λόγω της Covid, καθώς και με έξαρση των ψυχικών διαταραχών που προκάλεσε η ξαφνική στρεσογόνος απειλή για την υγεία μας», αναφέρει στο ο Γιάννης Τούντας, ομότιμος καθηγητής Ιατρικής Σχολής, ΕΚΠΑ, διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.
Η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να βρίσκεται αντιμέτωπη με επικίνδυνες ιογενείς επιδημίες όσο δεν αντιμετωπίζονται οι αιτίες ανάδυσης τους, αναφέρει. Σημειώνει ότι από το 1975 έως το 2000 έχουν καταγραφεί στην ανθρωπότητα 30 επιδημίες προερχόμενες κυρίως από ζώα και πλέον βρισκόμαστε σε εποχή νέας νοσηρότητας.
Σύμφωνα με τον κ. Τούντα, η στρατηγική της Ενιαίας Υγείας είναι το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουμε στη μάχη κατά των αναδυόμενων επιδημιών. Υπογραμμίζει την ανάγκη για στροφή στην Πρόληψη με την ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ).
Συνέχιση της πανδημίας, αύξηση των καρκίνων και έξαρση των ψυχικών διαταραχών
«Στο 2023 θα συνεχιστεί η μάχη κατά της πανδημίας. Στην Κίνα προβλέπονται 1 εκατ. θάνατοι στη διάρκεια του νέου χρόνου. Στην ΕΕ καταγράφεται το τελευταίο διάστημα αύξηση των κρουσμάτων και των νοσηλευόμενων. Στην Ελλάδα συνεχίζουμε να έχουμε κάθε εβδομάδα χιλιάδες κρούσματα και τριψήφιο αριθμό θανάτων, μία από τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ (26,8 θάνατοι ανά 1 εκατ. κατοίκους έναντι 9 στην ΕΕ), γεγονός που αντανακλά τις ανεπάρκειες του ΕΣΥ», αναφέρει ο κ. Τούντας.
Η μάχη αυτή, αναφέρει, δεν μπορούμε να προβλέψουμε για πόσο διάστημα ακόμα θα διαρκέσει, διότι υπάρχουν ορισμένοι αστάθμητοι παράγοντες. Πρώτα από όλα, οι μεταλλάξεις. Ο κορωνοϊός μεταλλάσσεται αρκετά συχνά, περίπου κάθε 2-3 μήνες, σε αντίθεση με τον ιό της γρίπης που παρουσιάζει λίγες μόνο μεταλλάξεις από χρόνο σε χρόνο.
Επιπρόσθετα, δεν ισχύει ότι κάθε νέα μετάλλαξη είναι λιγότερο τοξική. Η Δέλτα ήταν πιο θανατηφόρος από την Άλφα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι όταν μια μετάλλαξη είναι πιο μεταδοτική και λιγότερο θανατηφόρα τείνει σταδιακά να επικρατήσει, χωρίς όμως να αποτελεί φραγμό για νέες πιο τοξικές μεταλλάξεις.
Ένας άλλος αστάθμητος παράγοντας είναι η μελλοντική παραγωγή νέων πιο αποτελεσματικών εμβολίων και φαρμάκων. Το πόσο πιο αποτελεσματικά θα είναι και το πότε θα είναι διαθέσιμα, δεν το γνωρίζουμε ακόμα.
Τέλος, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν τα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνει το κάθε κράτος χωριστά, αλλά και η διεθνής κοινότητα συνολικά, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς και ο βαθμός συμμόρφωσης των πολιτών στα εκάστοτε μέτρα. Η πρόωρη χαλάρωση των μέτρων στον Δυτικό Κόσμο τους τελευταίους μήνες δεν αντιστοιχεί στα τρέχοντα επιδημιολογικά δεδομένα.
«Τούτων δοθέντων, το πιο πιθανό σενάριο είναι της συνέχισης της πανδημίας σε πιο περιορισμένη έκταση για ορισμένους μήνες ακόμα, με εξάρσεις που ήδη βιώνουμε τις τελευταίες βδομάδες και που θα είναι πιο έντονες όσο περισσότερο ξεχνάμε τη μάσκα, τις αποστάσεις, την υγιεινή των χεριών και τον αναγκαίο εμβολιασμό. Στην Ελλάδα τα ποσοστά εμβολιασμένων παραμένουν χαμηλά, ειδικά για την αναμνηστική δόση. Στη συνέχεια, πιθανότατα ο κορωνοϊός θα γίνει ενδημική νόσος, όπως περίπου και η γρίπη, χωρίς να αποκλείεται και η πλήρης εξαφάνισή του, κάτι που έχει συμβεί με άλλους ιούς.
Εκτός όμως από την αντιμετώπιση της πανδημίας και των άλλων ιογενών λοιμώξεων που είναι σε έξαρση για τους λόγους που προανέφερα, η ανθρωπότητα θα βρεθεί αντιμέτωπη τα επόμενα χρόνια με σημαντική αύξηση των καρκίνων, εξαιτίας της μειωμένης προσέλευσης για πρώιμη διάγνωση την τελευταία τριετία λόγω της Covid, καθώς και με έξαρση των ψυχικών διαταραχών που προκάλεσε η ξαφνική στρεσογόνος απειλή για την υγεία μας και τη ζωή μας, αλλά και τα μέτρα εγκλεισμού και κοινωνικής αποστασιοποίησης, ειδικά στους νέους».
Οι λοιμώξεις και οι επιδημίες αποτέλεσαν την πρώτη αιτία θανάτου από όταν οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σε μόνιμες κατοικίες πριν από περίπου 10.000 χρόνια και θα συνεχίσουν να αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για άγνωστο διάστημα ακόμα. Η σημαντική μείωση των λοιμώξεων στις αναπτυγμένες χώρες στη διάρκεια του 20ου αιώνα εξαιτίας της θεαματικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και στη συνέχεια χάρη στα αντιβιοτικά και στα νέα εμβόλια, οδήγησε στη λαθεμένη εκτίμηση στη δεκαετία του 1960 ότι ο πόλεμος κατά των λοιμώξεων είχε κερδηθεί.
Όμως, κατά τη δεκαετία του 1970, η εκτίμηση αυτή διαψεύστηκε. Από τότε μέχρι σήμερα, η ανθρωπότητα βιώνει ένα νέο κύμα έξαρσης των λοιμωδών νοσημάτων με νέες επιδημίες και πανδημίες, προερχόμενες κυρίως από ζώα (ζωονόσοι) και με εκατομμύρια θύματα σε όλον τον πλανήτη. Από το 1975 έως το 2020 είχαν καταγραφεί περισσότερες από τριάντα τέτοιες επιδημίες, ως επί το πλείστον ιογενούς αιτιολογίας, όπως Embola, AIDS, MERS, SARS, κ.ά. με αποκορύφωση την τρέχουσα πανδημία της Covid-19.
«Βρισκόμαστε πλέον σε μια εποχή νέας νοσηρότητας, που οι ιστορικοί της ιατρικής την αποκαλούν εποχή των αναδυόμενων επιδημιών. Τα αίτια σχετίζονται με την αλλοίωση των οικοσυστημάτων, την κλιματική αλλαγή, την αστικοποίηση, τη ραγδαία αύξηση των διεθνών ταξιδιών και του εμπορίου στο πλαίσιο της εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης και κυρίως με σημαντικές αλλαγές στη διατροφή μας και στη σχέση μας με τα ζώα», αναφέρει ο κ. Τούντας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάδυση των νέων επιδημιών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο των εξωτικών ειδών, στη βρώση άγριων ζώων και κυρίως στις συνθήκες εντατικής εκτροφής των ζώων για την ικανοποίηση της ραγδαία αυξανόμενης ζήτησης για ζωική πρωτεΐνη παγκοσμίως. Στοιβαγμένα ζώα σε κατά κανόνα ανθυγιεινές συνθήκες εκτροφής, διευκολύνουν τη μετάδοση των ιών από ζώο σε ζώο και όσο περισσότερο μεταδίδεται ένας ιός τόσες περισσότερες μεταλλάξεις εμφανίζει, ορισμένες από τις οποίες επιτρέπουν στον ιό να μεταδοθεί στον άνθρωπο.
«Όσο δεν αντιμετωπίζονται οι αιτίες αυτές, η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να βρίσκεται αντιμέτωπη με επικίνδυνες ιογενείς επιδημίες», τονίζει.
Ισχυρό όπλο η στρατηγική της Ενιαίας Υγείας
Τα συστήματα υγείας περιλαμβάνουν δύο βασικούς τομείς: Τον Τομέα των υπηρεσιών υγείας, όπως είναι τα νοσοκομεία, τα Κέντρα Υγείας, τα ιατρεία, κ.ά. του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τα οποία συναποτελούν το σύστημα υπηρεσιών υγείας (όπως είναι το ΕΣΥ στη χώρα μας) και τον Τομέα της Δημόσιας Υγείας, ο οποίος περιλαμβάνει την Πρόληψη της αρρώστιας, την Προστασία της υγείας και την Προαγωγή Υγείας.
«H δραματική εμπειρία της πανδημίας καθιστά τις πολιτικές Δημόσιας Υγείας άμεσης προτεραιότητας, διότι οι επιδημίες καταπολεμώνται πρωτίστως στην κοινότητα και όχι στα νοσοκομεία. Η υγεία του καθένα θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από την Παγκόσμια Υγεία, Global Health, όπως έχει ονομαστεί διεθνώς», τονίζει ο καθηγητής.
Στο πλαίσιο της σύγχρονης Δημόσιας Υγείας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διακήρυξε πρόσφατα τη στρατηγική της Ενιαίας Υγείας /One Health, η οποία αποτελεί μια συνεργατική, πολυτομεακή και διεπιστημονική προσέγγιση – που αναγνωρίζει τη διασύνδεση μεταξύ ανθρώπων, ζώων, φυτών και του κοινού τους περιβάλλοντος – για την αντιμετώπιση των ζωονόσων.
Ωστόσο, το εύρος της Ενιαίας Υγείας είναι σαφώς μεγαλύτερο και μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους κλάδους, τομείς και θέματα, όπως είναι η περιβαλλοντική υγεία και η υγεία των οικοσυστημάτων, η οικολογία, η άγρια ζωή, η χρήση της γης, η βιοποικιλότητα, ενώ ακόμη και τα πεδία των χρόνιων νοσημάτων, της ψυχικής υγείας, της επαγγελματικής υγιεινής και των μη μεταδοτικών νοσημάτων, μπορούν να επωφεληθούν από την προσέγγιση της Ενιαίας Υγείας, εξηγεί ο κ. Τούντας. «Πάνω απ΄όλα όμως, η στρατηγική της Ενιαίας Υγείας είναι το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουμε στη μάχη κατά των αναδυόμενων επιδημιών».
Επιτακτική ανάγκη η στροφή στην Πρόληψη με την ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας
Σύμφωνα με τον κ. Τούντα, πρώτα από όλα, θα χρειαστεί τα κράτη να θέσουν την ενίσχυση του Τομέα της Δημόσιας Υγείας στις άμεσες προτεραιότητες της ασκούμενης εθνικής πολιτικής και των δημοσίων δαπανών, δημιουργώντας νέους ισχυρούς θεσμούς και νέες αποτελεσματικές υπηρεσίες σε διεθνές, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Θα πρέπει, επιπρόσθετα να διαμορφώσουν νέες σχέσεις συνέργειας της Δημόσιας Υγείας με τα συστήματα υπηρεσιών υγείας, στα οποία θα υπάρξουν επίσης σημαντικές αλλαγές.
«Τα συστήματα υγείας έχουν δομηθεί στη βάση μιας νοσοκομοκεντρικής-θεραπευτικής αντίληψης, υψηλής και ακριβής τεχνολογίας. Η λειτουργία τους εξυπηρετεί περισσότερο τα συμφέροντα του ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος και του ιατρικού σώματος και λιγότερο τα συμφέροντα των πολιτών, που έχουν όλο και περισσότερες απαιτήσεις για αποτελεσματική, ποιοτική και κυρίως προσβάσιμη περίθαλψη. Η παρεχόμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι κατά 30% άσκοπη και συχνά επικίνδυνη για την υγεία, την ώρα που οι συνεχώς αυξανόμενες δαπάνες υγείας θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας.
Η στροφή στην Πρόληψη με την ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) είναι επιτακτική ανάγκη. Το 20% των πρόωρων θανάτων μπορεί να προληφθεί, ενώ για κάθε ευρώ που ξοδεύουμε στην πρόληψη κερδίζουμε πέντε ευρώ από το κόστος των θεραπειών. Από την άλλη, τα νοσοκομειακά κρεβάτια θα μειώνονται συνεχώς, τα νοσοκομεία θα είναι μόνο για βαριά περιστατικά και νέες υπηρεσίες, όπως μονάδες χρόνιων ασθενών, πρόληψη και περίθαλψη στο σπίτι, κ.ά, θα αναπτύσσονται παράλληλα με την εξατομικευμένη θεραπεία και τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας».
Χρειαζόμαστε ένα «Νέο» ΕΣΥ
«Στην Ελλάδα, τόσο η Δημόσια Υγεία όσο και η ΠΦΥ είναι εξαιρετικά υποβαθμισμένες. Τα πρόσφατα προγράμματα Πρόληψης και ο Προσωπικός Ιατρός είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν αρκούν. Η οργάνωση της ΠΦΥ προϋποθέτει σημαντικούς επιπλέον υλικούς και ανθρώπινους πόρους για την παροχή ολοκληρωμένης Οικογενειακής Ιατρικής. Το ίδιο ισχύει και για τη Δημόσια Υγεία, που θα πρέπει να οργανωθεί, παράλληλα με το ΕΣΥ, με ισχυρή κεντρική διοίκηση και αποτελεσματικές αποκεντρωμένες υπηρεσίες, οι οποίες δεν θα περιορίζονται μόνο στην Πρόληψη, αλλά θα περιλαμβάνουν την Προστασία της υγείας και την Προαγωγή-Αγωγή Υγείας», αναφέρει ο κ. Τούντας.
Σημειώνει ότι «το ΕΣΥ του 1983 έχει κλείσει τον κύκλο του. Οι χρόνιες παθογένειές του το καθιστούν όλο και πιο αναποτελεσματικό. Οι ελλείψεις σε προσωπικό, οι συνθήκες νοσηλείας, οι ουρές αναμονής, τα φακελάκια, κ.ά, δεν μας αρμόζουν. Χρειαζόμαστε ένα “Νέο” ΕΣΥ, θεμελιωμένο σε σύγχρονες αντιλήψεις, μακριά από τον κρατισμό και την κομματοκρατία, με αξιοκρατική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα, με βιώσιμο μοντέλο χρηματοδότησης, με επανασχεδιασμό του νοσοκομειακού χάρτη, με πλουραλιστικές εργασιακές σχέσεις και αξιοπρεπείς αμοιβές. Πάνω από όλα, όμως, χρειαζόμαστε ένα νέο όραμα για την υγεία και όχι μόνο ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της αρρώστιας».