ΑΚΡΙΤΑΣ
Η Μaçkalı Ελένη ήταν μία Ελληνοπόντια, που στην ανταλλαγή των πληθυσμών δεν έφυγε ποτέ για την Ελλάδα αλλά έμεινε μαζί με τους δικούς της στην Τουρκία.
Την
ιστορία της "Πόντιας Ελένης" έφεραν στον φως μετά από πολλά χρόνια
κάποιοι… Τούρκοι, όταν θέλησαν να την κάνουν κινηματογραφική ταινία η
οποία θα έδειχνε το μεγάλο δράμα χιλιάδων Ρωμηών κατά την διάρκεια της
ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922-23.
Πηγή: εφημερίδα Akşam, (25/5/2013)
Η ιστορία, λοιπόν, της Ελένης έχει ως εξής:
Το
1920 ζούσε σε ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα ο μεταλλουργός
Χαράλαμπος Χρυσοστομιδης με το παρατσούκλι, Lampo Usta, (δηλαδή Μάστορας
Λάμπης), με την γυναίκα του Αναστασία και την μικρή τους κόρη την
Ελένη.
Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ο μάστορας κέρδιζε αρκετά για να ζει η οικογένειά του χωρίς στερήσεις.
Όλα
αυτά όμως άλλαξαν με βίαιο τρόπο το 1923, (τα χρόνια της φρικτής
γενοκτονίας των Ποντίων που τότε έχει αποκορυφωθεί), καθώς είχε έρθει η
ώρα της αναγκαστικής προσφυγιάς.
Το
ζευγάρι με την 13 χρονών κόρη τους Ελένη πήραν ό,τι μπορούσαν και
κατευθύνθηκαν μαζί με πολλούς άλλους Ελληνοπόντιους προς την Τραπεζούντα
για να αποβιβαστούν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα.
Στον
δρόμο όμως τους σταμάτησαν ένοπλοι Τσέτες, οι οποίοι συγκέντρωναν
κορίτσια που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τα απήγαγαν....μαζί
και την 13χρονη Ελένη.
Ο
καημένος ο Χαράλαμπος χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι έστειλε την σύζυγό
του προς το λιμάνι της Τραπεζούντιας ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να
ψάξει για την κόρη του.
Πέρασαν
τέσσερις μήνες, όμως, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η Ελένη δεν είχε
βρεθεί, αλλά ο Χαραλάμπης συνέχιζε να ψάχνει παντού για την κόρη του.
Στο
χωριό του όπου ξαναπήγε κάποιοι του είπαν πως δεν έμεινε κανένας
Έλληνας και πως η Ελένη σκοτώθηκε από τους Τούρκους, μάλιστα του είπαν
ότι είχαν δει το πτώμα της μαζί με άλλα πτώματα σε κάποιο ρέμα κοντά
στην Τραπεζούντα.
Ο
καημένος ο Χαραλάμπης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του
αποφάσισε τελικά να φύγει από τον Πόντο. Μετά από περιπλανήσεις τριών
μηνών έφτασε στο Καντήκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί
απελπισμένος, ο Χαράλαμπος, χωρίς την γυναίκα του που είχε φτάσει στην
Ελλάδα και την κόρη του χαμένη, γνωρίζεται με έναν επιφανή Τούρκο, τον
Süreyya Paşa, ο όποιος τον εκτίμησε για την επιδεξιότητά του στην τέχνη
του και του άνοιξε ένα μαγαζί, στο Καντήκιοϊ.
Ο
Χαράλαμπος με την μεγάλη του εργατικότητα απέκτησε πολλούς πελάτες και
άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα, τότε ήταν που εγκατέλειψε την ιδέα να
φύγει στην Ελλάδα και αφού γνωρίστηκε με μια κοντοχωριανή του, την
Antusa, την παντρεύεται και κάνει μια κόρη, την Σοφία.
Η
Σοφία αφού μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε ένα γιο. Ο γιός της που
αγαπούσε πολύ τον παππού του, τον Λάμπη, τον άκουγε συνεχώς να μιλά για
την χαμένη του θεία την Ελένη.... ο οποίος ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε
σκοτωθεί αλλά ότι ζούσε χαμένη κάπου στον Πόντο.
Ο
γιός της Σοφίας μεγάλωσε έγινε χρυσοχόος και άνοιξε ένα μαγαζί κοντά
στο Καπαλί Τσαρσί αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να σκέφτεται την
χαμένη-Ελένη.
Απευθύνθηκε, λοιπόν, σε ένα δικηγόρο και του ανέθεσε να ψάξει για την χαμένη του θεία.
Μετά
από λίγο καιρό ο δικηγόρος του λέει ότι η θεία του είχε βρεθεί από την
οικογένεια του Abdülkadir Sümer που την είχαν απαγάγει και την ονόμασαν
Εμινέ. Η θεία του Ελένη, την οποία δεν έχει δει ποτέ, παντρεύτηκε τον
Kemal Sümer, απέκτησε 5 παιδιά, αλλά πέθανε σε νεαρή ηλικία.
Παράλληλα
βρήκε στοιχεία και για την χαμένη του γιαγιά την Αναστασία, η οποία
στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και είχε κάνει δυο παιδιά.
Μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της Αναστασίας και ο γιος της Σοφίας συναντήθηκαν στην Τραπεζούντα....
Η
"Πόντια-Ελένη", γνωστή αργότερα ως Emine, θάφτηκε στη Maçka όπου
γεννήθηκε και η αδερφή της Σοφία, της οποίας δεν γνώριζε την ύπαρξη,
κηδεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη. Οι δύο αδερφές, δεν κατάφεραν ποτέ να
συναντηθούν σε όλη τους τη ζωή.
Η
συγκλονιστική αυτή ιστορία, (που πρωτοδημοσιεύτηκε στην Τουρκία),
δείχνει για άλλη μια φορά το μεγάλο δράμα των Ελληνορθόδοξων Ποντίων.
Την αγωνία που έζησαν οι χαμένοι συγγενείς αλλά και την φρίκη ενός
πολέμου και μιας γενοκτονίας.