Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία. Τὴν κατηγοροῦν, ὅτι πάλιωσε πιά, ότι εἶνε κάτι ξεπερασμένο, γιατὶ μὲ τὰ αὐστηρὰ κηρύγματα, τὶς ἀπαγορεύσεις, τὰ ἀσκητικά, τὶς νηστεῖες καὶ τὴ μεταφυσικὴ θεωρία της δὲν ἐμπνέει λένε χαρὰ στὸν κόσμο. Χρειάζεται ν᾽ ἀπαντήσουμε;
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶνε πηγὴ φωτός, ἀγάπης, ἐλευθερίας, δικαιοσύνης, καὶ χαρᾶς. Μία ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε καὶ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος μὲ ὅλα τὰ «χαῖρε» ποὺ περιέχει. Εἶνε μιὰ ἀπήχησι τῆς χαρᾶς ἐκείνης, ποὺ αἰσθάνθηκε ἡ ἀειπάρθενος Μαρία ὅταν «ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε»
(Ἀκάθ. ὕμν. Α).
Τὸ πρῶτο μάλιστα «χαῖρε» ποὺ ἀκούγεται στὴν ἀκολουθία αὐτὴ εἶνε ὕμνος τῆς χαρᾶς·
«Χαῖρε, δι᾽ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει·
χαῖρε, δι᾽ ἧς ἡ ἀρὰ ( κατάρα ) ἐκλείψῃ»
* * *
Ὁ ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, δὲν εἶνε τυχαῖο δημιούργημα· εἶνε ἡ κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τὸν ἔπλασε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσίν» Του (Γέν. 1,26) καὶ τὸν ἔβαλε νὰ ζῇ στὸν παράδεισο, ὅπου ὅλα ἦταν ὡραῖα (ἥλιος, σελήνη, ἄστρα, φύσι κ.λπ.). Ὅλα ὡραῖα, κι ὁ ἄνθρωπος τὸ ὡραιότερο ἀπ᾽ ὅλα, ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Εἶνε ἕνα θαῦμα (πῶς λειτουργεῖ τὸ μυαλό, τὰ νεῦρα, οἱ αἰσθήσεις, τὰ ὄργανα). Εἶνε πλάσμα θαυμαστό.
Ἐκεῖ στόν Παράδεισο του Θεού ὅλα ἀπέπνεαν χαρά, καὶ πρὸ
πάντων ἡ παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «περπατοῦσε» ἀνάμεσα
στοὺς πρωτοπλάστους (βλ. ἔ.ἀ. 3,8). Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν πλάστηκε γιὰ νὰ ζῇ
μέσα στὴ χαρά.
Ἀλλὰ αἴφνης, ὅπως γνωρίζουμε, λόγῳ τῆς παρακοῆς, ἔχασε τὸν
Παράδεισο. Ἔφυγε ἀπὸ ᾽κεῖ καὶ ἄρχισε ἡ ζωὴ τῆς ταλαιπωρίας του πάνω σὲ
τούτη τὴ γῆ. Ἔμεινε ὅμως σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς ἡ ἀνάμνησι, ἡ νοσταλγία καὶ
ἡ ἀναζήτησι τῆς χαρᾶς ἐκείνης τοῦ Παραδείσου. Κάθε ἄνθρωπος,
ὁπουδήποτε στὴ Γῆ καὶ σὲ κάθε ἐποχή, ἀναζητεῖ τὴ χαρά. Τὸ ψάρι πλάστηκε
νὰ κολυμπᾷ στὸ νερό, τὸ πουλὶ νὰ πετᾷ στὸν ἀέρα, κι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε
νὰ ζῇ σὲ χαρά.
Μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι πλανήθηκαν.
Πίστεψαν πὼς θὰ βροῦν τὴ χαρὰ ἄλλος ἐδῶ κι ἄλλος ἐκεῖ· ἢ στὰ πλούτη, ἢ
στὰ ἀξιώματα καὶ τὴ δόξα, ἢ στὶς ἡδονὲς καὶ τὶς διασκεδάσεις, ἢ στὴ
σοφία, στὶς γνώσεις, στὴν ἐπιστήμη, στὶς τέχνες κ.τ.λ..
Τελικὰ ὅμως ποῦ εἶνε ἡ χαρά;
+++++++++++++++++++++
Ἔλα, ἐσὺ ἐπιστήμη, νὰ σφουγγίσῃς τὰ δάκρυα τῶν ἀνθρώπων! ποὺ
ὄχι μόνο δὲν ἐλάττωσες τὰ δεινὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπαύξησες, ὥστε
σήμερα νὰ πλανᾶται στὰ πρόσωπα μιὰ μελαγχολία.
Μὰ εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὅταν «ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ.
4,4), τότε ἔρχεται ἡ Παναγία, γεννᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ
μὲ τρόπο ἄφραστο ἀνῄρεσε τὴν κατάρα τῆς Εὔας, ἔκανε τὴν «ἀρὰν νὰ
ἐκλείψῃ» (ἔ.ἀ. Α1). Ὁ Χριστὸς ἔφερε στὸν κόσμο τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη.
Ἂς δοξάσουμε γι᾽ αὐτὸ τὸν Κύριο.
Μέσα στὴ θλῖψι, τὴν ὀδύνη, τὰ ἐρείπια ποὺ ἄφηναν οἱ θεωρίες καὶ τὰ συστήματα, οἱ τεχνητοὶ παράδεισοι, τὰ ψευδῆ ὄνειρα καὶ οἱ ἀπάτες, ἀκούστηκε ὑπερκόσμια φωνή. Ἄγγελος ἀπ᾽ τὰ οὐράνια λέει στοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ·
«Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην», καὶ «πλῆθος ἀγγέλων ψάλλουσι» τὸ ἐμβατήριο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,10,14). Μετὰ δὲ καὶ τὴν ἀνάστασί του ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στὶς μυροφόρες γυναῖκες καὶ στοὺς μαθητάς του «Χαίρετε» καὶ «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ματθ. 26,9. Λουκ. 24,36. Ἰω. 20,19,26).
Λέει ἕνας ἀρχαιολόγος, ὅτι στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ τὰ ἀγάλματα ποὺ φιλοτεχνοῦνταν ἔχουν ἀποτυπωμένη στὰ πρόσωπα μιὰ μελαγχολία, μία ἔλλειψι χαρᾶς. Μὰ καὶ μετὰ Χριστόν κάποιοι μένουν ἀκόμη σὲ «πρὸ Χριστοῦ» ἐποχή.
Ἕνας γέρος 80 ἐτῶν εἶπε ὅτι, σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ 14 φορὲς μόνο αἰσθάνθηκε χαρά.
Ἕνας φιλόσοφος ποιητὴς τοῦ αἰῶνος μας, ὅταν τὸν ρώτησαν πότε αἰσθάνθηκε χαρὰ στὴ ζωή του, εἶπε, ὅτι χάρηκε μόνο ὅταν ὡς κυνηγὸς σκότωσε τὸν πρῶτο λαγό.
Ἕνας ἄλλος πάλι, δικός μας ἀπὸ τὴν περιφέρειά μας, δοκίμασε
λίγη χαρά, λέει, ὅταν τοῦ ἔπεσε ὁ πρῶτος λαχνός (500 ἑκατομμύρια),
ἀλλὰ τὴ νύχτα κρύφτηκε, γιατὶ ἀμέσως ἔσπασαν τὰ τηλέφωνα συγγενεῖς καὶ
φίλοι ἢ καὶ ἐχθροί, νὰ δοῦν ἂν μποροῦν νὰ …τοῦ πάρουν τὰ χρήματα.
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν χαρά;
Εἶχα διαβάσει ἕνα μῦθο· ὅτι κάποιος βασιλιᾶς διέταξε τὸν ὑπασπιστή του νὰ γυρίσῃ τὴ χώρα, κι ὅταν βρῇ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶνε εὐτυχισμένος, νὰ πάρῃ τὸ πουκάμισό του καὶ νὰ τοῦ τὸ φέρῃ. Πῆγε λοιπὸν παντοῦ· μὰ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε, ὅλοι ἦταν δυσαρεστημένοι ἀπ᾽ τὴ ζωή τους. Στὸ τέλος βρῆκε κ᾽ ἕναν ποὺ εἶπε·
–Εἶμαι εὐχαριστημένος, δόξα νά ᾽χῃ ὁ Θεός.
–Δός μου τὸ πουκάμισό σου, λέει ὁ ὑπασπιστής.
–Ἕνα τό ᾽χω, δὲν τὸ δίνω.
Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι ἡ χαρὰ ὑπάρχει πιὸ συχνὰ σὲ καλύβες ἐναρέτων φτωχῶν, παρὰ σὲ μέγαρα πλουσίων.
Σήμερα αὐξήθηκαν οἱ ψυχασθενεῖς. Γέμισαν κλινικές. Τὰ
ψυχιατρεῖα κάνουν χρυσὲς δουλειὲς μὲ φάρμακα γιὰ τὴ μελαγχολία καὶ τὴν
κατάθλιψι. Μία στατιστικὴ ἔδειξε, ὅτι ἡ Ἀμερική, ἡ χώρα τοῦ δολλαρίου
καὶ τῆς εὐδαιμονίας, ἔχει τὶς περισσοτέρες αὐτοκτονίες· χιλιάδες
αὐτοκτονοῦν κάθε χρόνο ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀγγλία καὶ σ᾽ ἄλλες χῶρες.
Ἂν ὑπάρχῃ ἕνας αἰώνας λύπης καὶ στεναγμῶν, εἶνε αὐτὸς ποὺ
διανύουμε, γιὰ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας. Κι ἂν ἕνας
ἄγγελος μάζευε τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ σχηματιζόταν
μιὰ λίμνη σὰν τῶν Πρεσπῶν.
Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ καὶ ἀναφαίρετη χαρὰ παρὰ μόνο κοντὰ στὸ
Χριστό. «Ἰδοὺ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν», εἶπε ὁ Κύριος
(Λουκ. 17, 21). Θέλετε νὰ δῆτε μιὰ ἀντίθεσι;
Στὰ ἀνάκτορα τῆς ῾Ρώμης κατοικοῦσε ἕνας βασιλιᾶς ποὺ εἶχε ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε (λεφτά, γυναῖκες, ἡδονές, διασκεδάσεις κ.λπ.), καὶ ὅμως ἔνιωθε τόσο δυστυχισμένος ὥστε ἤθελε ν᾽ αὐτοκτονήσῃ.
Ποιός ἦταν; Ὁ Νέρων.
Κοντὰ ἐκεῖ, σ᾽ ἕνα ὑπόγειο κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἦταν ἕνας
φυλακισμένος, κατάδικος εἰς θάνατον, καὶ περίμενε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ
ἐκτελεσθῇ, καὶ ὅμως εἶχε τόση χαρὰ ὥστε ἔγραφε· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ
πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Ποιός ἦταν αὐτός; Ὁ Απόστολος Παῦλος. Διαβάστε τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή, νὰ τὸ δῆτε.
Χαρὰ δὲν εἶνε οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε οἱ διασκεδάσεις, οὔτε τὸ σέξ,
ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία, οὔτε ἡ ἐπιστήμη· χαρὰ δὲν εἶνε οὔτε κι αὐτὴ ἡ
οἰκογένεια, ποὺ συχνὰ ἔχει προβλήματα καὶ ποτίζει τὸν ἄνθρωπο πικρὰ
ποτήρια καὶ φαρμάκι. Πηγὴ χαρᾶς, γάργαρο ἀθάνατο νερό, εἶνε ἡ πίστι μας,
ὁ Χριστός.
Ἀμφιβάλλετε; Ὅποιος ἀμφιβάλλει, «ἰδοὺ ἡ ῾Ρόδος, ἰδοὺ καὶ τὸ πήδημα»· ἂς κάνῃ, ὅ,τι ἔκανε ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ.
Ἦταν λυπημένος, ἀλλ᾽ ὅταν πίστεψε στὸ Χριστὸ αἰσθάνθηκε νὰ φυτρώνῃ μέσα του Παράδεισος. Βαθειὰ ἡ λύπη, βαθὺς ὁ ἀναστεναγμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Χαρὰ εἶνε μόνο ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ἦρθε καὶ κατήργησε τὴν «ἀρὰν» αὐτή, τὴν κατάρα τῶν πρωτοπλάστων. Δὲν εἶνε αὐτὸ ψέμα· ὅποιος δοκιμάσῃ, θὰ πεισθῇ.
* * *
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Ἂν θέλετε νὰ αἰσθανθῆτε χαρά,
–τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ τώρα– πηγὴ χαρᾶς εἶνε καὶ ἡ
περίοδος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν περίοδος τῆς μετανοίας.
Δυστυχῶς δὲν ἔχουμε μετάνοια, δὲν ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἂς ζήσουμε τὸ Χριστό!
Ἂν πιστεύουμε στὸ Θεό, ἂν μετανοοῦμε καὶ ἐκτελοῦμε τὸ ἅγιο θέλημά του, τότε θὰ ἔχουμε καὶ χαρά.
Νὰ Εξομολογούμεθα τ᾽ ἁμαρτήματά μας· παρακαλῶ μὴν ἀμελεῖτε τὴν Εξομολόγησι.
Νὰ διατελοῦμε σὲ ἐγρήγορσι καὶ ἑτοιμότητα.
Ἡ Ἀποκάλυψις λέει ὅτι θὰ συμβοῦν μεγάλα γεγονότα. Θὰ γίνῃ καὶ ἕνας τελευταῖος πόλεμος, ὁ «Ἁρμαγεδών» (Ἀπ. 16,16), ποὺ θὰ εἶνε χειρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς προηγουμένους· θὰ χυθῇ αἷμα πολύ. Καὶ σεισμὸς μέγας θὰ γίνῃ, πρέπει νὰ περιμένουμε καὶ σεισμό. Νὰ εἴμαστε λοιπόν σὲ ὅλα ἕτοιμοι.
Παρακαλῶ νὰ προσέχετε καὶ νὰ προσεύχεσθε. Προσεύχεσθε γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ κάθε ἄνθρωπο, γιὰ λαοὺς ποὺ δοκιμάζονται, τέλος καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ γέροντος ἐπισκόπου. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ.
Ἀπὸ μᾶς λοιπὸν ἐξαρτᾶται, ἀδελφοί μου. Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες μὴ ζητήσουμε τὴ χαρὰ στὰ μάταια τοῦ κόσμου τούτου. Ἂς μετανοήσουμε. Ὅταν διψάῃ κανείς, δὲν πηγαίνει στὴ θάλασσα νὰ πιῇ νερό· πηγαίνει σὲ πηγὲς μὲ γάργαρα νερά.
Ὅλοι διψᾶμε, εἴμαστε μελαγχολικοί καὶ δύσθυμοι, γιατὶ ἔφυγε ἡ χαρά. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ μᾶς περιμένει· εἶνε ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος