Οσία Θεοδώρα: Είναι η πολιούχος της Άρτας. Έζησε στα χρόνια του ένδοξου Δεσποτάτου της Ηπείρου, και μάλιστα ήταν σύζυγος του Δεσπότη Μιχαήλ του Β' Αγγέλου Κομνηνού.
Γεννήθηκε
μεταξύ των ετών 1212-1214 μ.Χ. στα Σέρβια της Κοζάνης (ή κατ’ άλλη
εκδοχή στη Θεσσαλονίκη). Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλείφας, που από
το έτος 1195 μ.Χ. υπηρετούσε ως Σεβαστοκράτορας, ανώτερος δηλαδή
διοικητής της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Ο πατέρας του είχε
Νορμανδική καταγωγή, και η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, και αρχικά ήταν
εγκατεστημένοι στο Διδυμότειχο.
Ο Ιωάννης Πετραλείφας νυμφεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την πριγκίπισσα
Ελένη, που είχε συγγένεια με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Έφεραν στον
κόσμο πέντε παιδιά· τον Θεόδωρο, το Νικηφόρο, τον Ανδρόνικο, τη Μαρία,
και τελευταία τη Θεοδώρα.
Οι δύο γονείς ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι, με ευγένεια και
καλοσύνη πολλή· αυτές τις αρετές προσπάθησαν να φυτέψουν και στις ψυχές
των παιδιών τους. Τα μόρφωσαν πολύ με τα μέσα που διέθετε η εποχή, και
κάθε μέρα προόδευαν τα παιδιά τους, και αυτό τους γέμιζε χαρά και
ικανοποίηση.
Ήδη από καιρό η Θεσσαλονίκη είχε πέσει στα χέρια των Φράγκων, και ο Ιωάννης Πετραλείφας είχε χάσει τη θέση του.
Όμως πολύ νωρίς οι δύο γονείς έφυγαν από τη ζωή, πρώτα η μητέρα των παιδιών Ελένη, και λίγο αργότερα ο πατέρας τους Ιωάννης.
Τώρα όλα είναι πολύ δύσκολα για τα ορφανά παιδιά, ιδίως για τη μικρή
Θεοδώρα. Ευτυχώς όμως ο Θεός δεν τα εγκατέλειψε. Τους έφερε προστάτη
τους την αδελφή του πατέρα τους Μαρία και τον άνδρα της Θεόδωρο, πού
ήταν Δεσπότης, ηγεμόνας δηλαδή στο κράτος το Ελληνικό που ονομαζόταν
Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Όταν το 1204 μ.Χ. οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και πολλά
άλλα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μερικοί δραστήριοι ηγεμόνες
κατάφεραν, πριν πάνε οι Φράγκοι, να οργανωθούν και δημιούργησαν τρία
Ελληνικά κράτη. Στην Ήπειρο ο πανέξυπνος και δραστήριος Μιχαήλ Α’
Άγγελος Κομνηνός, συγγενής του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού, ήρθε
από την Πελοπόννησο στην Ήπειρο, και ίδρυσε κράτος που ονομάστηκε
Δεσποτάτο της Ηπείρου (στη Βυζαντινή εποχή οι τίτλοι των αξιωμάτων ήταν:
Ο πρώτος σε αξία τίτλος ήταν Αυτοκράτωρ-Βασιλεύς, ο δεύτερος ήταν
Δεσπότης, και ο τρίτος σε αξία τίτλος ήταν Σεβαστοκράτωρ), κι έκανε
πρωτεύουσά του την Άρτα. Στη Μικρά Ασία ο Θεόδωρος Λάσκαρης ίδρυσε το
κράτος που ονομάστηκε Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με πρωτεύουσα την πόλη
Νίκαια της Βιθυνίας· και στη Μαύρη θάλασσα ο Αλέξιος Κομνηνός
δημιούργησε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με πρωτεύουσα την
Τραπεζούντα.
Στην Ήπειρο ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Α’ Κομνηνός κατάφερε με την εξυπνάδα και
τη διπλωματία του να δημιουργήσει ένα πολύ δυνατό κράτος, που έφθανε
από το Δυρράχιο της Ηπείρου και την Κέρκυρα, μέχρι τη Ναύπακτο και τη
Θεσσαλία. Yπερασπίστηκε τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, και προφύλαξε
τους υπηκόους του από τις προσπάθειες των παπικών να επηρεάσουν τους
ορθόδοξους.
Δυστυχώς όμως ένας κακός υπηρέτης του, ονόματι Ρωμαίος, μάλλον βαλτός
από τους δυτικούς, τον σκότωσε, κι άφησε χήρα τη γυναίκα του και ορφανό
το γιο του Κωνσταντίνο.
Τότε ανέλαβε Δεσπότης προσωρινά, μέχρι να μεγαλώσει ο Κωνσταντίνος, ο
αδελφός του Μιχαήλ, Θεόδωρος, που είχε γυναίκα του τη Μαρία, την αδελφή
του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλείφα. Όμως η δόξα της εξουσίας είναι
γλυκιά και ο φιλόδοξος Θεόδωρος έβαλε στο νου του να βγάλει από τη μέση
τον κανονικό διάδοχο, γιο του Μιχαήλ του Α’, Κωνσταντίνο, που όταν
μεγαλώσει θα του πάρει το θρόνο. Τις ύποπτες κινήσεις του κατάλαβε η
χήρα του Μιχαήλ Α’, και πήρε τον Κωνσταντίνο και πήγε στην Πελοπόννησο,
όπου είχε συγγενείς, και μεγάλωσε εκεί το παιδί της.
Δραστήριος πολύ, αλλά και φιλόδοξος ο Θεόδωρος, βάζει στόχο του να
καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και να διώξει τους Φράγκους, και το καταφέρνει.
Το 1224 μ.Χ. μπαίνει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη και διαλύει το
Φράγκικο κράτος της. Τότε αναλαμβάνει και την κηδεμονία των ορφανών
παιδιών του Ιωάννη Πετραλείφα.
Μάλιστα στέλνει το Θεόδωρο, τον μεγαλύτερο αδελφό της Θεοδώρας, στα
Σέρβια της Κοζάνης να είναι διοικητής σε όλη την περιοχή, αφού
ανοικοδόμησε το κάστρο που είχαν μισοκαταστρέψει οι Φράγκοι. Ο Θεόδωρος
πήρε όλα του τα αδέλφια και εγκαταστάθηκε στα Σέρβια, μέσα στο κάστρο.
Ασκεί πολύ καλά τα καθήκοντά του, φροντίζοντας πάντα για το καλό των
κατοίκων της περιοχής του. Βοηθά, όσες φορές τον χρειάζεται, και τον
θείο του Θεόδωρο στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ανακήρυξε τον εαυτό του
«Βασιλιά και Αυτοκράτορα όλων των Ρωμαίων», και έχει όνειρο, και βάζει
σκοπό του να φτάσει και στην Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους,
και να ελευθερώσει την Πόλη. Και μπλέχτηκε σε πολέμους, για να
εξουδετερώσει διάφορους ηγεμόνες, όπως τον βασιλιά της Βουλγαρίας Ιωάννη
Ασάν, και ελεύθερος να στραφεί στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Όμως νικήθηκε από το Βούλγαρο ηγεμόνα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Ασάν
δεν τον σκότωσε, αλλά τον τύφλωσε, σύμφωνα με απάνθρωπη συνήθεια της
εποχής, για να μην μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του.
Τότε ανέλαβε τη Θεσσαλονίκη ο αδελφός του Θεοδώρου, Μανουήλ Κομνηνός, που ήταν γαμπρός του Βούλγαρου ηγεμόνα.
Ο γάμος της Θεοδώρας και ο ερχομός της στην Άρτα
Ο Μανουήλ κάλεσε τον ανεψιό του Κωνσταντίνο, που εν τω μεταξύ είχε
αλλάξει το όνομά του και το έκανε, Μιχαήλ, σύμφωνα μεσυνήθεια που υπήρχε
την εποχή αυτή, για να θυμάται τον πατέρα του, και ήρθε στη
Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Μανουήλ του έδωσε τον τίτλο του Δεσπότη και τὸν
έκανε Δεσπότη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, επειδή ήταν ο πραγματικός
διάδοχος του πατέρα του. Του υπέδειξε δε να περάσει από τα Σέρβια και να
ζητήσει σε γάμο την όμορφη Θεοδώρα, την αδελφή του Θεόδωρου Πετραλείφα.
Στα Σέρβια o Μιχαήλ είδε τη Θεοδώρα, που τότε ήταν στα δεκαεπτά της,
θαμπώθηκε από την ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα, και τη ζήτησε σε
γάμο. Όρισαν ημέρα και ο γάμος έγινε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και
κράτησε μέρες. Ύστερα έκαναν το μεγάλο ταξίδι· πέρασαν από δρόμους,
παρακλάδια της παλιάς Εγνατίας οδού της Ρωμαϊκής εποχής, κι έφτασαν από
το Βουργαρέλι της Άρτας, στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι
Αρτινοί, κλήρος και λαός, τους υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές, που υμνούσαν
τη δόξα τους και την ομορφιά τους. Ύστερα ανακήρυξαν, οι άρχοντες της
πόλης και ο λαός, επίσημα τον Μιχαήλ Β’ Κομνηνό, Δεσπότη της Ηπείρου,
και τη Θεοδώρα Βασίλισσα, που θα σταθεί δίπλα στο σύζυγό της και Δεσπότη
τους.
Εγκαθίστανται στο ανακαινισμένο παλάτι μέσα στο μισογκρεμισμένο κάστρο
της αρχαίας Αμβρακίας, με τους θεόρατους λίθους, και πιάνουν αμέσως
δουλειά.
Η Θεοδώρα γνωρίζει την πόλη της Άρτας με τους πλακόστρωτους δρόμους και
τις πλατείες, μιλάει με τους κατοίκους με γλυκύτητα και ευγένεια, και
ενδιαφέρεται για τα προβλήματά τους. Όλοι την θαυμάζουν για τα σωματική
της ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα και καλοτυχίζουν τον Δεσπότη
τους Μιχαήλ που έχει μια τέτοια γυναίκα!
Ο Μιχαήλ κάλεσε τους άρχοντες της πόλης, ενημερώθηκε για την οικονομική
κατάσταση του κράτους, για το στρατό, για τους κινδύνους που υπήρχαν στο
κράτος, για την παιδεία, αλλά και για την προπαγάνδα των παπικών στα
μέρη της Ηπείρου· πίστευε πως με την αγάπη του λαού και τη βοήθεια του
Θεού θα τα καταφέρει.
Βυθισμένος στις Δεσποτικές του υποχρεώσεις, έλειπε πολλές φορές από την
Άρτα, ακόμη και για μήνες. Άφηνε μόνη της τη Θεοδώρα, και ο ίδιος βέβαια
ήταν εκτεθειμένος σε πολλούς, ηθικούς προπαντός, κινδύνους.
Η Θεοδώρα όμως δεν άφηνε τον εαυτό της να αδρανήσει. Πλησίαζε
περισσότερο το λαό, έκανε πράξεις φιλανθρωπίας και στήριζε τους φτωχούς
και αδύναμους συμπολίτες της. Όπως λέγει ο σύγχρονός της βιογράφος
μοναχός Ιώβ Μέλης, δεν παρασύρθηκε από τη δόξα, δεν αιχμαλωτίστηκε από
τη νεότητά της, ούτε σπαταλούσε το χρόνο της στις απολαύσεις, ούτε από
τη μεγάλη εξουσία υπερηφανεύτηκε. Μάλλον προτιμούσε να είναι κοντά στο
Θεό, να φροντίζει για την αρετή, να ζει με σωφροσύνη, να ασπάζεται την
ταπεινοφροσύνη, την αοργησία (το να μην οργίζεται), την πραότητα, τη
συμπάθεια προς το συνάνθρωπο και την ελεημοσύνη, όσο κανένας δεν το
κατόρθωσε, και ολόψυχα να υπηρετεί το Θεό.
Η Θεοδώρα στο καμίνι των θλίψεων
Ο σατανάς τη φθονεί γι’ αυτό που είναι, και για τα έργα που κάνει,
και προσπαθεί να την παρασύρει. Δεν τα καταφέρνει όμως, γιατί η Θεοδώρα
είναι σταθερή στις αρχές της και πάντα πιστή στο σύζυγό της. Καταφέρνει
όμως να παρασύρει τον άνδρα της το Μιχαήλ, στην πορνεία και ακολασία, με
μέσο μια χήρα αρχόντισσα του παλατιού, που είχε το επίθετο Γαγγρινή.
Αυτή με τις κολακείες της και με μάγια έστρεψε την προσοχή του στην ίδια
και τον έκανε σιγά σιγά να απομακρύνεται από τη σύζυγό του Θεοδώρα.
Έφτασε, για χάρη της Γαγγρινής, ακόμη και να τη δέρνει και τελικά την
έδιωξε από το παλάτι, ήδη εγκυμονούσα στο πρώτο της παιδί.
Έτσι η Θεοδώρα λυπημένη έφυγε από το παλάτι, και αφού περπάτησε αρκετά,
έφτασε στη Βλαχέρνα, χωριό απέναντι από την Άρτα, κοντά στον Άραχθο
ποταμό. Εκεί έμεινε για λίγο καιρό, κι ύστερα απομακρύνθηκε βορειότερα,
επειδή κατ’ απαίτηση της Γαγγρινής ο Μιχαήλ διέταξε να απομακρυνθεί.
Βρήκε καταφύγιο στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό Κορφοβούνι, στο
μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου εκεί μάλλον έφερε στον κόσμο το πρώτο
της παιδί, που αργότερα το βάπτισε Νικηφόρο. Και από το μοναστήρι,
επειδή φοβόταν τους ανθρώπους του Μιχαήλ, έφυγε και βρήκε αποκούμπι
κοντά στο μοναστήρι σε ένα βράχο. Ζει μέσα στο κρύο, την ταλαιπωρία, την
πείνα και τη μοναξιά. Εκεί κοντά τη συνάντησε, μια μέρα που μάζευε
χόρτα, ο ιερέας του χωριού, στον οποίο με δυσκολία αποκαλύφτηκε ποια
ήταν. Εκείνος λυπήθηκε για την περιπέτειά της και της έδειξε μεγάλη
αγάπη, παίρνοντάς την στο σπίτι του, μαζί με το παιδί της. Πέντε χρόνια
έμεινε κοντά του κάτω από την προστασία του και τις συμβουλές του. Ποτέ
δεν έβγαλε από το στόμα της λόγια κακίας για τον άνδρα της. Επεδίωκε να
μη μαθευτεί αυτό που της συνέβηκε, για να μη θίξει τον άνδρα της. Έχει
για στολίδι της τη σύνεση και την ανεξικακία. Και προσπαθεί έτσι να
γαλουχήσει και το μικρό Νικηφόρο.
Ο σύζυγός της Μιχαήλ τελευταία ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη. Η συνείδηση
άρχισε να τον κτυπά για το κακό που έκανε στη γυναίκα του Θεοδώρα. Τον
πιέζουν και οι άρχοντες να ψάξει να βρει τη Βασίλισσα, αφού πρώτα
έδιωξαν από το παλάτι τη Γαγγρινή, μαζί με τα δύο παιδιά της, που
απόκτησε με το Μιχαήλ από την παράνομη σχέση. Και πράγματι μετανιωμένος ο
Μιχαήλ έψαξε παντού και τελικά τη βρήκε στο σπίτι του ιερέα της
Πρένιστας. Και την έφερε πάλι στο παλάτι, ζητώντας συγγνώμη για όσα της
προξένησε. Εκείνη τον συγχώρησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της και του
δικαιολόγησε την πράξη του ως μια ανθρώπινη αδυναμία, που πολλοί
άνθρωποι μπορεί να πέσουν.
Τα παιδιά της Θεοδώρας και η φροντίδα της γι’ αυτά
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια καινούργια ζωή για τη Θεοδώρα και τον
Μιχαήλ, γεμάτη με αγάπη μεταξύ τους. Έφεραν στον κόσμο άλλα πέντε
παιδιά: τρεις κόρες και δύο αγόρια· το όνομα της πρώτης κόρης δε μας
διασώθηκε, δεύτερη ήταν η Άννα, τρίτη η Ελένη, και αγόρια ήταν ο
Ιωάννης και ο Δημήτριος. Μεγάλωσαν τα έξι παιδιά με πολλή φροντίδα, και
τους έδωσαν να έχουν στη ζωή τους αξίες και αρχές, αγάπη για τον
Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Ο δε Μιχαήλ, για να δείξει τη μετάνοιά του
για όσα προξένησε στη γυναίκα του, έκτισε εκκλησίες και μοναστήρια. Μαζί
με τη Θεοδώρα έκτισαν το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς, το ναό της
Παντάνασσας, κοντά στη Φιλιππιάδα, το μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού στο
Γαλαξείδι της Στερεάς Ελλάδας, την Παναγία στο χωριό Βλαχέρνα και το ναό
του Αγίου Γεωργίου, στη θέση που είναι τώρα ο ναός της Αγίας Θεοδώρας.
Ακόμη βοήθησε ο Μιχαήλ οικονομικά φτωχούς κι ανήμπορους ανθρώπους, και
μερικούς τους απάλλαξε από τη βαριά φορολογία. Φρόντισε καλύτερα και για
την παιδεία, ιδρύοντας μια ανώτερη σχολή στην Άρτα. Οικοδόμησε και το
ωραίο βυζαντινό κάστρο, πάνω στα θεμέλια του κάστρου της αρχαίας
Αμβρακίας με τους πελώριους λίθους.
Ο Δεσπότης Μιχαήλ είναι δυνατός, αλλ’ όμως και πολύ φιλόδοξος ηγεμόνας.
Ονειρεύεται να φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους
Φράγκους και να απελευθερώσει την Πόλη. Γι αυτό κάνει πολέμους
επανειλημμένα με την αυτοκρατορία της Νίκαιας, που οι άρχοντές της
πίστευαν ότι αυτοί είναι οι κανονικοί διάδοχοι του Βυζαντίου, παρόλο που
η Θεοδώρα τον συμβουλεύει να είναι ειρηνικός με τα άλλα ελληνικά κράτη,
και ενωμένοι να διώξουν τους Φράγκους. Κάποιες φορές κινδύνεψε να χάσει
και τη ζωή του.
Είναι σοφή και με πολλά διοικητικά χαρίσματα η Θεοδώρα και διπλωματικές
ικανότητες. Καταφέρνει να ειρηνεύσουν τα δύο κράτη παντρεύοντας το γιο
της Νικηφόρο με την εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη,
τη Μαρία. Ο γάμος αυτός ήταν σύντομος, γιατί η Μαρία, η σύζυγος του
Νικηφόρου, απεβίωσε νωρίς, αφήνοντας ορφανό ένα μικρό κορίτσι. Η
Βασίλισσα Θεοδώρα συμπαραστάθηκε πολύ στη χηρεία του Νικηφόρου.
Διαρκής σκέψη της και φροντίδα της ήταν να διασώσει τον Ελληνισμό και
την Ορθοδοξία, που κινδύνευαν τα χρόνια εκείνα, κυρίως από τους
παπικούς. Έτσι με τη σύμφωνη γνώμη και των κοριτσιών της η Θεοδώρα και ο
Μιχαήλ παντρεύουν την Ελένη με τον Μανφρέδο, βασιλιά της κάτω Ιταλίας
και Σικελίας, που ήταν ορκισμένος εχθρός του πάπα, και συμπαθούσε τους
Ορθόδοξους.
Την Άννα την πάντρεψαν με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, πρίγκιπα της
Αχαῒας στην Πελοπόννησο με έδρα την Ανδραβίδα, που τότε την κατείχαν οι
Λατίνοι. Τη μεγάλη κόρη, που δε σώθηκε το όνομά της, την έδωσαν στον
Αλέξιο Ραούλ, έναν ευγενή από την Κωνσταντινούπολη.
Όμως το όνειρο του Μιχαήλ να μπει πρώτος στην Κωνσταντινούπολη, να
διώξει τους Φράγκους και να ελευθερώσει την Πόλη, δεν πραγματοποιήθηκε.
Γιατί κατάφερε να μπει πρώτος και να την απελευθερώσει ο νέος
αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος. Η διπλωματία της
Θεοδώρας και πάλι είναι μπροστά. Καταφέρνει να ειρηνεύσει το σύζυγό της
Μιχαήλ, με το δεύτερο γάμο του Νικηφόρου της, με την Άννα Παλαιολογίνα
Καντακουζηνή, ανεψιά του νέου αυτοκράτορα.
Μετά απὸ αυτά τα γεγονότα ο Μιχαήλ ο Β’ αποσύρθηκε από τη θέση του, την
οποία άφησε στο γιο και διάδοχό του Νικηφόρο. Η υγεία του όμως άρχισε να
κλονίζεται και από τη στενοχώρια· γιατί η κόρη τους Ελένη, όταν
σκοτώθηκε ο άνδρας της Μανφρέδος, σε μάχη για την κατάληψη του κράτους
του από τον κόμη της Ανδεγαυίας Κάρολο, που υποκίνησε ο πάπας, κλείστηκε
στη φυλακή, μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (τρία αγόρια και ένα
κορίτσι). Κράτησε την ορθόδοξη πίστη της και την ηθική της αξιοπρέπεια,
παρόλες τις πιέσεις που δέχτηκε. Πέθανε στη φυλακή μάρτυρας της πίστης,
όπως και τα τρία της αγόρια, μετά από χρόνια, ξεχασμένα από όλους. Μόνο η
κόρη της απελευθερώθηκε, αφού πέρασε και αυτή αρκετά χρόνια στη φυλακή.
Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β’ Άγγελος Κομνηνός άφησε στην Άρτα την τελευταία του
πνοή, κι έφυγε μετανοημένος για όλα όσα έκανε. Τον κήδεψαν με βασιλικές
τιμές και τοποθέτησαν το νεκρό του σώμα μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών
όπου σώζεται, στο δεξί μέρος του ναού, μέχρι σήμερα ο τάφος του.
Η Θεοδώρα στο μοναστήρι
Τώρα η Θεοδώρα ελεύθερη από οικογενειακές και διοικητικές
υποχρεώσεις, ντύνεται το μοναχικό σχήμα εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου
που πριν από χρόνια έκτισε, ιδρύοντας μοναστήρι. Γίνεται μοναχή μετά από
αρκετά χρόνια έγγαμου βίου, σε ηλικία 54 ετών, και δόθηκε στον Ιησού
που τόσο πολύ από μικρή ηλικία αγαπούσε. Εκεί στο μοναστήρι ζούσε, όπως
λέγει ο βιογράφος της Ιώβ, γυμνάζοντας τον εαυτό της με κόπους,
αυξάνοντας τον καρπό των αρετών με αγρυπνίες και ολονυκτίες, με ψαλμούς
και ύμνους, υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές του μοναστηριού· ήταν
προστάτις των αδικουμένων, των ορφανών, των χηρών και πτωχών,
παρηγορούσε τους θλιβομένους, και εγίνετο τοις πάσι τα πάντα, με ταπεινή
καρδιά.
Χαιρόταν, όταν μάθαινε για τις ανδραγαθίες των παιδιών της στο Βυζαντινό
στρατό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου, όπου μερικά χρόνια
πριν είχαν καταταχθεί να υπηρετήσουν τα δυό της αγόρια, ο Ιωάννης και ο
Δημήτριος (που από τη μεγάλη αγάπη που είχε στον πατέρα του Δεσπότη
Μιχαήλ, πήρε μόνος του το όνομά του και ονομάστηκε και αυτός Μιχαήλ),
αφού πριν παντρεύτηκαν και δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες.
Ζούσαν με τις αρχές και αξίες που τα ενέπνευσε η μητέρα τους, προπαντός
με την αγάπη προς την ορθοδοξία, την οποία υπερασπίζονταν με κάθε τρόπο.
Αντιτάχτηκαν στα ενωτικά σχέδια του αυτοκράτορα με τους παπικούς, και
αυτό περισσότερο τους στοίχισε· έπεσαν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και
των αυλικών του· τον Ιωάννη τον έκλεισε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’
Παλαιολόγος στη φυλακή, και μάλιστα τον τύφλωσε κιόλας. Αργότερα τον
σκότωσε με την προτροπή των αυλικών του. Λυπήθηκε πολύ η τραγική μάνα
για το θάνατο του παιδιού της, αλλά η υπομονή και η ανεξικακία της δεν
έχουν όρια.
Η ίδια διατηρεί επικοινωνία, και παίρνει δύναμη στα προβλήματα που
αντιμετωπίζει, από τον άγιο ασκητή Ανδρέα τον Ερημίτη, που ασκήτευε σε
ένα βουνό, κοντά στο χωριό Χαλκιόπουλο της Αιτωλοακαρνανίας. Ο ασκητής
Ανδρέας το 1271 μ.Χ παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Τότε η αρχόντισσα και
μοναχή Θεοδώρα, με όλη τη σύγκλητο του κράτους, αφού είδαν από μακριά
ένα φως και αναμμένες λαμπάδες να κατεβαίνουν από τον ουρανό, στο σημείο
που ήταν το τίμιο λείψανό του, ήρθαν, προσκύνησαν το αγιασμένο νεκρό
του σώμα, και το ενταφίασαν έξω από τη σπηλιά που ασκήτευε. Ύστερα
έκτισε ένα μικρό ναό, που σώζεται μέχρι σήμερα, και τοποθέτησε μέσα σε
λάρνακα το τίμιο λείψανό του.
Η ίδια εργάζεται αδιάκοπα για το μοναστήρι της και για τις αδελφές
μοναχές. Θέλει να κτίσει το νάρθηκα του ναού, και παρακαλεί τον Κύριο
και τον Άγιο Γεώργιο, να της δίνουν δύναμη. Όμως τα βάσανά της από τους
θανάτους των παιδιών της δεν έχουν τελειωμό. Γεύτηκε και το πικρό ποτήρι
του θανάτου του Νικηφόρου της, που μαζί πέρασαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια
της θλίψης από τη κακή συμπεριφορά του άνδρα της.
Η οσιακή της Κοίμηση
Ύστερα αρχίζει και για την ίδια η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της.
Έχει την μυστική πληροφόρηση από τον Κύριο πως επίκειται η ώρα να φύγει
από τη ζωή. Εκείνη όμως παρακαλεί να της χαρίσει ο Θεός έξι μήνες ακόμη,
τόσο χρόνο χρειάζεται, για να τελειώσει το νάρθηκα του ναού, που
ξεκίνησε να κτίζει. Ο Κύριος την άκουσε και της έδωσε την παράταση που
ζητούσε. Ύστερα την κάλεσε κοντά του το 1303 μ.Χ, όπως αναφέρει ο
αείμνηστος αρτινός ιστορικός-ερευνητής Κ. Τσιλιγιάννης· κόντευε τότε τα
89 της χρόνια. Την κήδεψαν με τιμές στις 11 Μαρτίου, και απόθεσαν το
αγιασμένο της σώμα σε μαρμάρινο τάφο, που έκτισαν στο νάρθηκα του ναού.
Την έκλαψαν οι μοναχές, όλος ο λαός θρήνησε για το θάνατό της. Είχαν
όλοι την αίσθηση πως κήδεψαν μια αγία.
Ευτυχώς δε ζούσε να πιεί και άλλο θανατικό ποτήρι. Γιατί και ο άλλος
γιος της Δημήτριος-Μιχαήλ δολοφονήθηκε, ύστερα από συκοφαντίες των
αυλικών του νέου αυτοκράτορα Ανδρόνικου. Τα οστά και των δύο αδελφών
μετέφερε αργότερα, μάλλον ο γιος και διάδοχος του Νικηφόρου Θωμάς, και
τα εναπέθεσε σε τάφο, μέσα στο ναό της Παναγίας στο χωριό Βλαχέρνα, και
μάλιστα στο αριστερό μέρος του ναού, όπου, στο δεξιό κλίτος βρίσκεται
μέχρι σήμερα και ο τάφος του πατέρα τους Μιχαήλ.
Μετά το θάνατό της
Μετά το θάνατό της κόσμος πολύς περνάει και προσκυνάει τον τάφο της,
έχοντας την αίσθηση πως τιμά μια αγία. Η φήμη της φθάνει παντού, γιατί
πάνω στον τάφο της γίνονται και θαύματα. Τότε ο μοναχός Ιώβ ο Μέλης, που
ήταν ενάντια στην ένωση με τους παπικούς και βασανίστηκε γι’αυτό από
τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ τον Παλαιολόγο, φθάνει στην Άρτα, συγκεντρώνει
στοιχεία και γράφει για το βίο της.
Οι Αρτινοί την τιμούσαν πάντα, ιδιαίτερα όμως στις 11 Μαρτίου κάθε
χρόνο, εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου, που με τον καιρό τον ονομάζουν
ναό της Αγίας Θεοδώρας.
Μετά το Δεσπότη Θωμά, γιο του Νικηφόρου, διάφοροι κατακτητές
εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, Σέρβοι, Αλβανοί, Λατίνοι και κατέλαβαν και το
Δεσποτάτο της Ηπείρου, με τελευταίους τους Τούρκους το 1449 μ.Χ. Η Αγία
Θεοδώρα όμως και όλοι οι Κομνηνοδούκες είχαν οπλίσει καλά τους Αρτινούς
με όλες τις ελληνικές και ορθόδοξες αξίες, και άντεξαν όλες οι κατοπινές
γενιές, ώσπου αποτίναξαν τον τούρκικο ζυγό το 1881 μ.Χ, και
απελευθέρωσαν την Άρτα.
Με το πέρασμα των χρόνων μερικοί αμφισβητούσαν ότι ο τάφος της Αγίας
περιέχει μέσα του τα λείψανά της, γιατί υποστήριζαν πως τα έκλεψαν οι
Φράγκοι, όπως συνέβηκε με πολλά άλλα λείψανα αγίων.
Έτσι ο Αρχιμανδρίτης Στέφανος Κλεόμβροτος, με την προτροπή και την
ευλογία του Μητροπολίτη Σεραφείμ Ξενόπουλου (ο οποίος τότε απουσίαζε
στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξε τον τάφο το 1873 μ.Χ, ψάλλοντας μαζί με
το λαό την παράκληση στην Αγία· Ο ναός γέμισε από ευωδία και ο πατήρ
Στέφανος με πολλή ευλάβεια τοποθέτησε τα αγιασμένα λείψανα μέσα σε
ξύλινη λάρνακα· ύστερα ο λαός τα προσκύνησε και τελέστηκε ολονύκτια θεία
λειτουργία.
Σήμερα η λάρνακα είναι ασημένια και παραμένει πάντα στο ναό, για να
δέχονται οι πιστοί την ευλογία της Αγίας. Η δε 11η Μαρτίου, ημέρα της
εορτής της πολιούχου Αγίας Θεοδώρας, είναι η πιο επίσημη ημέρα για την
Άρτα. Πλήθος κόσμου συρρέει από όλη την Ήπειρο και άλλα μέρη της
Ελλάδας, για να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανά της και την αγία της
εικόνα· ακόμη να λάβει μέρος στη λιτάνευσή τους στους δρόμους της πόλης
και να πάρει την ευλογία της.
Η Αγία Θεοδώρα αποτέλεσε και αποτελεί και σήμερα πρότυπο, άξιο μίμησης
για όλους, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Έπαιξε όλους τους ρόλους της
ζωής. Ήταν άξια σύζυγος, υπέροχη μητέρα, βασίλισσα με διπλωματικές
ικανότητες, φιλάνθρωπη προς τους πάσχοντες, με ανεκτίμητη την αρετή της
ανεξικακίας της. Σκεπάζει με την παρουσία της και θα σκεπάζει πάντοτε
την πόλη της Άρτας και όλη την Ήπειρο· μας προσκαλεί δε όλους να
μιμηθούμε τη ζωή μας.
https://www.ekklisiaonline.gr/nea/osia-theodora-megali-giorti-tis-orthodoxias-simera-11-martiou/
Απολυτίκιον Αγίας Θεοδώρας Άρτας