ΑΚΡΙΤΑΣ
1986, απόγευμα Μεγ. Δευτέρας έξω από το χωριό Πόμπια .."Σκοτώνεται" σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο κοινοτάρχης του χωριού Κουτσάκης κι έτσι λήγει η κόντρα κι η αμφισβήτηση των κατοίκων της περιοχής με τους αδελφούς Βαρδινογιάννη
Ας σημειωθεί και η κλοπή του κώδικα ιδιοκτησίας της Μονής Οδηγήτριας της περιοχής (όποιος ενδιαφέρεται ας διαβάσει τον παρακάτω σύνδεσμο):
Βαρδινογιάννηδες έργα και ημέρες
Το ξεκίνημα
Στα νότια του νομού Ηρακλείου, εκεί που σκάνε τα κύματα του Λιβυκού, δεσπόζουν τα Αστερούσια Όρη. Κατάφυτα κι απόκρημνα, έγιναν πολλές φορές καταφύγιο πολλών, είτε κυνηγημένων από το εκάστοτε καθεστώς (από την εποχή των οθωμανών ακόμη) είτε απλών ληστών. Κάπου εκεί είναι χτισμένο το μοναστήρι τής Οδηγήτριας. Και κάπου εκεί αρχίζει η ιστορία μας, πάνω από μισόν αιώνα πριν…
Επειδή, όμως, κάθε καλή ιστορία πρέπει να έχει κι έναν ενδιαφέροντα πρόλογο, ας πεταχτούμε για λίγο κάπως βορειότερα από τα Αστερούσια, στην Επισκοπή Ρεθύμνης. Εκεί, το 1949, ο τριτότοκος γυιος τού Ιωάννη Βαρδινογιάννη, ο Νίκος, αποφασίζει να μπει στην σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Λένε πως οι κρητικοί προτιμούν να ζουν καλλιεργώντας την γη και στην θάλασσα στρέφονται μόνο όσοι είναι τόσο φτωχοί ώστε δεν έχουν γη για να τους θρέψει. Κι είναι αλήθεια πως η οικογένεια του Ιωάννη Βαρδινογιάννη με τα δέκα παιδιά είναι πάμφτωχη. Παππούς του Ιωάννη ήταν ο Γιάννης Βαρδινάκης, ο οποίος πρωτοστάτησε στην εξέγερση των σφακιανών κατά των τούρκων (1877-1878) και έμεινε γνωστός ως Βαρδινογιάννης, δίνοντας έτσι καινούργιο επώνυμο στην φαμίλια του. Είναι λογικό, λοιπόν, οι αντάρτες Βαρδινογιάννηδες να μη βρίσκουν στον ήλιο μοίρα, αν και ο Ιωάννης καταφέρνει να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του ασχολούμενος με το εμπόριο.
Ευτυχώς, για τον Ιωάννη, ο Νίκος γίνεται αξιωματικός τού ναυτικού και εξασφαλίζει το ψωμί του. Όπως φαίνεται να το εξασφαλίζει και ο πρωτότοκός του, ο Παύλος, ο οποίος σπούδασε νομικά στην Αθήνα και σε ηλικία μόλις 25 ετών, το 1950, ανέλαβε διευθυντής τού πολιτικού γραφείου τού τότε πρωθυπουργού Σοφοκλή Βενιζέλου, στενού φίλου της οικογένειας. Κι αυτό ήταν το πρώτο σκαλί για το φτωχαδάκι από την Επισκοπή. Το 1956, ο Παύλος θα εκλεγόταν βουλευτής Ρεθύμνης και θα διατηρούσε την θέση του μέχρι την δικτατορία, αφού στο μεταξύ θα γινόταν και υπουργός στις κυβερνήσεις Γεωργίου Παπανδρέου (1963-1965).
Τον Νίκο θα μιμηθεί ο κατά οκτώ χρόνια νεώτερος αδελφός του, ο Βαρδής, ο οποίος μπαίνει κι αυτός στην σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Ο Βαρδής ανεβαίνει τόσο γρήγορα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας ώστε στα 34 χρόνια του, το 1967, αποστρατεύεται από την χούντα με τον βαθμό του αντιναυάρχου (μετά την πτώση τής χούντας, του απονεμήθηκε και ο βαθμός τού ναυάρχου)!
Αντίθετα με τον Βαρδή, ο Νίκος μένει στο ναυτικό μόνο μέχρι το 1961, οπότε παραιτείται αιφνιδιάζοντας τους πάντες. Αιφνιδιασμός που ολοκληρώνεται στο άκουσμα της είδησης ότι ο μέχρι χτες φτωχός και άσημος αξιωματικός τού ναυτικού ίδρυσε την εταιρεία ΣΕΚΑ και αγόρασε 4.400 στρέμματα στην περιοχή των Αστερουσίων, προς την πλευρά τής παραλίας που είναι γνωστή με το όνομα Καλοί Λιμένες. Βέβαια, ο Νίκος αγόρασε κοψοχρονιά αυτή την έκταση, όχι από την μονή τής Οδηγήτριας στην οποία ανήκε αλλά από τους ενοικιαστές της βοσκούς που απλώς την εκμεταλλεύονταν και δεν είχαν δικαίωμα να την πουλήσουν.
Αμέσως ξεσπούν διαμαρτυρίες από τους κατοίκους τής περιοχής και η υπόθεση γρήγορα εξελίσσεται σε σκάνδαλο (κυρίως λόγω της βουλευτικής ιδιότητας του αδελφού του Παύλου), το οποίο απασχολεί και την βουλή. Ευτυχώς για τους Βαρδινογιάννηδες, η ιστορία παίρνει καλή τροπή γι’ αυτούς χάρη σε ένα απρόσμενο γεγονός: εξαφανίζεται μυστηριωδώς από το μοναστήρι ο κτηματικός του κώδικας, δηλαδή το βιβλίο στο οποίο ήταν καταχωρισμένη λεπτομερώς η περιουσία του. Δίχως αυτόν τον κώδικα, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι η γη που αγόρασε ο Νίκος ανήκε στην μονή και η υπόθεση κλείνει. Προφανώς, κάποιοι διέπραξαν την πιο περίεργη κλοπή τού αιώνα: μπήκαν σε ένα μοναστήρι κι έκλεψαν μόνο ένα κιτάπι…
Η αγορά που έκανε ο Νίκος αποδεικνύεται χρυσοφόρα. Το 1962 χαράσσεται ο δρόμος που θα συνέδεε τα χωριά Πόμπια και Πηγαϊδάκια με τους Καλούς Λιμένες. Εντελώς συμπτωματικά, αυτός ο δρόμος θα πέρναγε μέσα από την συγκεκριμένη έκταση, οπότε θα έπρεπε να καταβληθούν οι σχετικές αποζημιώσεις. Πράγματι, οι αποζημιώσεις πληρώθηκαν μέχρι το 1966. Μόνο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι το δημόσιο αποζημίωσε κάθε θάμνο και κάθε χαμομήλι τής περιοχής ως κανονικό δέντρο. Φαίνεται πως, πάλι λόγω Παύλου, ένα καινούργιο σκάνδαλο βρίσκεται επί θύραις αλλά όλα τελειώνουν ομαλά. Δηλαδή, σχεδόν ομαλά αφού μπορεί να έγιναν οι απαλλοτριώσεις και να πληρώθηκαν οι αποζημιώσεις αλλά η κατασκευή τού δρόμου δεν θα ξεκινούσε πριν περάσουν πολλά χρόνια…
Εν πάση περιπτώσει, ο Νίκος μπορεί πλέον να αναπτύξει ελεύθερα το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Στην είσοδο του κολπίσκου των Καλών Λιμένων βρίσκεται το νησάκι Άγιος Παύλος, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Μικρονήσι. Μισόν αιώνα πριν γεννηθεί το ΤΑΙΠΕΔ, το ελληνικό δημόσιο αποδεικνύει ότι τίποτε δεν γεννιέται ξαφνικά: με κάθε άλλο παρά διάφανες διαδικασίες, η εταιρεία τού Νίκου Βαρδινογιάννη αγοράζει το εκτάσεως 117 στρεμμάτων Μικρονήσι έναντι μόλις εβδομήντα οκτώ χιλιάδων δραχμών. Τώρα πια η ιδέα τής ΣΕΚΑ μπορεί να αρχίσει να υλοποιείται, μιας και ΣΕΚΑ σημαίνει Σταθμός Εφοδιασμού Καυσίμων. Η θέση είναι ιδανική για όσα πλοία θέλουν να ανεφοδιαστούν με καύσιμα: μόλις 7 μίλια από τα διεθνή ύδατα.
Αν αναρωτιέστε ποια αξία είχαν 78.000 δραχμές το 1962, θα σας απαντήσω πως όλα είναι σχετικά.
Κάπως έτσι, λοιπόν, εκεί, στους πρόποδες των Αστερουσίων Ορέων μπαίνει το 1961 ο θεμέλιος λίθος τής βαρδινογιάννειας αυτοκρατορίας. Η συνέχεια προμηνύεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.
Το ιδιόμορφο… real estate
Με την αγορά τού Μικρονησιού, η ΣΕΚΑ αρχίζει την δουλειά. Επειδή ο χρόνος είναι χρήμα, αμέσως καταφθάνουν στην περιοχή δυο δεξαμενόπλοια, τα οποία χρησιμοποιούνται ως πλωτές δεξαμενές. Σύντομα αποδεικνύεται ότι το πόστο είναι καλό και οι δουλειές πάνε πρίμα. Μέχρι που φτάνει το 1965 και μια ξαφνική κακοκαιρία πετάει το ένα δεξαμενόπλοιο στην ακτή, όπου καταστρέφεται. Έτσι η εταιρεία αποφασίζει να κατασκευάσει στο Μικρονήσι σταθερές δεξαμενές καυσίμων και νερού, ενώ βάζει μπρος και για την κατασκευή λιμενοβραχιόνων.
Το μόνο πρόβλημα για τον Νίκο Βαρδινογιάννη είναι οι λιγοστοί κάτοικοι του μικρού, ξεχασμένου από θεό κι ανθρώπους οικισμού στην απέναντι ακτή. Οι Καλοί Λιμένες δεν είναι παρά μια περιοχή με μερικές παράγκες και λιγοστά φτωχόσπιτα, όπου κατοικούν μόνιμα φτωχοί ψαράδες και εποχικά οι κάτοικοι των μεσόγειων χωριών που κατεβαίνουν στην παραλία για τα μπάνια τους. Μόνο που η τοποθεσία είναι εντυπωσιακή. Κι είναι λογικό ο Βαρδινογιάννης να την ορέγεται. Η οικογένεια θα μπορούσε άνετα να φτιάξει εκεί τα εξοχικά της αλλά και η εταιρεία θα μπορούσε να δημιουργήσει εκεί τις υποδομές για τις οποίες δεν προσφερόταν το Μικρονήσι.
Έτσι, ο Βαρδινογιάννης βάζει μπρος την διαδικασία απόκτησης όλης της περιοχής, πέρα από όση απέκτησε με τα αμφισβητούμενα συμβόλαια. Κάποιοι από τους κατοίκους δέχονται να πουλήσουν έναντι ευτελούς τιμήματος τα σπίτια τους, τα οποία ο Βαρδινογιάννης γκρεμίζει μόλις τα αγοράσει. Όμως, οι περισσότεροι αρνούνται να υποκύψουν. Και τότε μπαίνουν μπροστά τα «άλλα κόλπα»: πιέσεις, εκβιασμοί, τρομοκρατία, φθορές… Ταυτόχρονα, η εταιρεία αρχίζει δικαστικούς αγώνες εναντίον όσων αρνούνται να πουλήσουν, ισχυριζόμενοι ότι η περιοχή τής ανήκει βάσει των συμβολαίων που είχε κάνει ο Νίκος Βαρδινογιάννης με τους γιδοβοσκούς το 1961. Παράλληλα, η εταιρεία υποβάλλει βροχή μηνύσεων κατά των κατοίκων για… πολεοδομικές παραβάσεις. Αν ένας ψαράς προσπαθούσε να ξαναβάλει στην θέση της την λαμαρίνα που πέταξε ο αέρας από το ταβάνι του καμπινέ του, βρισκόταν αντιμέτωπος με τις αρχές και τα πρόστιμά τους. Βέβαια, οι αρχές δεν βλέπουν ούτε το ξενοδοχείο που έχουν φτιάξει πιο πέρα οι Βαρδινογιάννηδες ούτε την βίλλα τους.
Δεν έχει σημασία ποια πλευρά έχει δίκιο. Σημασία έχει ότι οι φτωχοί χωρικοί δεν μπορούν να τα βάλουν με το νομικό οπλοστάσιο και την οικονομική άνεση της ΣΕΚΑ. Έτσι, ο ένας μετά τον άλλο σκύβουν το κεφάλι και υποτάσσονται. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Μέχρι που πέφτει η χούντα, η ΣΕΚΑ έχει κυριαρχήσει στην περιοχή.
Θα ξαναγυρίσουμε στην Κρήτη αλλά για την ώρα ας ανηφορίσουμε αρκετά βορειότερα, γυρνώντας πίσω στον χρόνο. Σκοπός μας είναι να δούμε μια ιστοριούλα που θυμίζει έντονα τα πιο πρόσφατα γεγονότα του Βατοπεδίου. Μόνο που σε τούτη την περίπτωση πρωταγωνιστεί ένα άλλο αθωνίτικο μοναστήρι: η μονή Ξενοφώντος.
Το 1965, λοιπόν, η μονή Ξενοφώντος διεκδικεί για λογαριασμό της μια τεράστια έκταση 53.800 στρεμμάτων στην χερσόνησο της Σιθωνίας, η οποία εκτείνεται από τα χωριά Άγιος Νικόλαος και Νικήτη προς βορρά μέχρι την κοινότητα Παρθενώνας, κοντά στον Νέο Μαρμαρά προς νότο (χάρτης) και περιλαμβάνει και τα νησιά από τον Όρμο Παναγιάς μέχρι την Βουρβουρού (Καλογριά, Περιστέρι, Ελιά, Αμπελίτσι, Διάπορος, Άγιος Ισίδωρος, Καλαμονήσια, Πετρονήσι κλπ). Υποτίθεται ότι η εν λόγω έκταση (κυρίως δασώδης αλλά σε μεγάλα τμήματά της καλλιεργούμενη) είχε παραχωρηθεί στην μονή την εποχή τού Βυζαντίου, με κάποια αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και σιγγίλια. Τότε, λοιπόν, η μονή υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης ιδιοκτησίας. Η αίτηση απορρίπτεται.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η μονή υποβάλλει νέα αίτηση. Στην εξουσία βρίσκονται οι συνταγματάρχες, οι οποίοι αποφαίνονται (προφανώς, μετά από θεία φώτιση) ότι η μονή έχει δίκιο. Τον Απρίλιο του 1973 το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημόσιων Δασών (ΣΙΔΔ) παραπέμπει στο δασαρχείο Πολυγύρου την εξέταση του θέματος. Το δασαρχείο εκδίδει απόφαση θετική προς τη μονή. Έτσι πολύ σύντομα γίνονται όλες οι διαδικασίες και την 1η Οκτωβρίου 1973 ο υπουργός γεωργίας της χούντας υπογράφει απόφαση με την οποία εκχωρεί την έκταση στην μονή Ξενοφώντος. Τί κάνει η μονή με αυτή την έκταση; Την μεταβιβάζει αμέσως (κι όταν λέμε αμέσως, εννοούμε αμέσως) στην… ΣΕΚΑ (τί έκπληξη!) προς μόλις χίλιες δραχμές το στρέμμα.
Ισως να αναρωτιέστε, όπως και χτες, ποια αξία είχε εκείνη την εποχή το χιλιάρικο. Θα σας δώσω την ίδια απάντηση: όλα είναι σχετικά. Όπως διέρρευσε τότε (δεν κατάφερα να διασταυρώσω την πληροφορία), η ΣΕΚΑ είχε ήδη συμφωνήσει την πώληση ενός μεγάλου τμήματος αυτής της έκτασης προς 300.000 δραχμές το στρέμμα.
Το θέμα επανέρχεται μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τις αντιδράσεις των κατοίκων τής περιοχής. Πριν προλάβει η ΣΕΚΑ να πουλήσει, η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου επαναφέρει την αίτηση της μονής εκ νέου στο ΣΙΔΔ και ακυρώνεται η απόφαση παραχώρησης. Μετά την πτώση της χούντας η παραχώρηση ανακαλείται από το δημόσιο χωρίς όμως ποτέ μέχρι σήμερα να έχει ακυρωθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας της έκτασης αυτής από την ΣΕΚΑ, η οποία συνεχίζει να την καταχωρεί στα περιουσιακά της στοιχεία ακόμη και σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά! Λόγω των συνεχιζόμενων πιέσεων των κατοίκων της περιοχής, το δημόσιο άρχισε πάλι να ασχολείται με την υπόθεση αυτή τα τελευταία χρόνια, με πολλές δικαστικές διαμάχες να έχουν μεσολαβήσει και οι οποίες πάντοτε αφορούσαν το τυπικό σκέλος της υπόθεσης και όχι την ουσία.
Το τελευταίο επεισόδιο αυτών των μακρόχρονων δικαστικών αγώνων παίχτηκε τις προάλλες, 18 Φεβρουαρίου 2015, στο δικαστήριο Πολυγύρου. Η απόφαση αναμένεται να δημοσιευτεί μέσα στο καλοκαίρι.
Δεν ξέρω τι σχέση έχει το real estate (έστω και ιδιόμορφο) με τον ανεφοδιασμό πλοίων σε καύσιμα, οπότε δεν μπορώ να εξηγήσω τον λόγο για τον οποίο η βαρδινογιάννειος ΣΕΚΑ ενδιαφέρεται τόσο για την απόκτηση γαιών. Επίσης, δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται και η χούντα δείχνει τέτοια εύνοια στην οικογένεια και σε Κρήτη και σε Σιθωνία, από την στιγμή που υποτίθεται πως οι Βαρδινογιάννηδες ήσαν αντιστασιακοί (ο Παύλος έφυγε από την χώρα στις 21 Απριλίου ως αυτοεξόριστος και ο Βαρδής εκτοπίστηκε για 8 μήνες στην Αμοργό ως ανακατεμένος στο περίφημο «κίνημα του ναυτικού»). Ίσως να μη μου κόβει και πολύ. Οπότε ας ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε κι ας ξαναγυρίσουμε στην Κρήτη…
3. Ο ενοχλητικός κοινοτάρχης
Ο κοινοτάρχης Γιάννης Κουτσάκης
Πίσω στην Κρήτη, όλα πάνε πρίμα για τους Βαρδινογιάννηδες. Η μετάβαση από την χούντα στην δημοκρατία έγινε με απόλυτα ομαλό τρόπο και τίποτε δεν διετάρασσε την γαλήνη τους. Βέβαια, στους Καλούς Λιμένες υπήρχαν ακόμη κάποιοι ανυπότακτοι κάτοικοι αλλά αργά ή γρήγορα θα παραδίνονταν κι αυτοί. Δυστυχώς, οι δημοτικές και κοινοτικές εκλογές τού 1978 έκρυβαν μια δυσάρεστη έκπληξη για την οικογένεια. Μια έκπληξη που θα τους αναστάτωνε.
Λίγο ψηλότερα, στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων, υπάρχει μια κοινότητα στην οποία ανήκει διοικητικά και ο οικισμός των Καλών Λιμένων, τα Πηγαϊδάκια. Το 1978, λοιπόν, οι πηγαϊδακιώτες είχαν την έμπνευση να εκλέξουν ως κοινοτάρχη έναν νεαρό σοσιαλιστή, τον Γιάννη Κουτσάκη. Στα 26 χρόνια του ο Κουτσάκης εμφορείται από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής (μη ξεχνάμε ότι το ΠαΣοΚ του Ανδρέα βρίσκεται σε άνοδο και τα συνθήματά του χαρακτηρίζονται από πολλούς συντηρητικούς ως εξτρεμιστικά) και δεν καταλαβαίνει και πολλά. Με την χαρακτηριστική σε νέους ανθρώπους άγνοια κινδύνου, δεν διστάζει να τα βάλει με τους Βαρδινογιάννηδες.
Πρώτη δουλειά τού νέου κοινοτάρχη είναι να ανοίξει επί τέλους ο δρόμος για τους Καλούς Λιμένες, ο οποίος, όπως είδαμε στο πρώτο σημείωμα αυτής της σειράς, είχε χαραχτεί από το 1962 και οι απαλλοτριώσεις είχαν καταβληθεί μέχρι το 1966 αλλά ποτέ δεν ξεκίνησε η κατασκευή του. Το έργο αρχίζει αλλά σύντομα σταματάει, αφού οι μπουλντόζες πέφτουν πάνω σε συρματοπλέγματα ή σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα της ΣΕΚΑ.
Το 1981, με την νίκη του ΠαΣοΚ στις εκλογές, ο Κουτσάκης και οι συγχωριανοί του αναθαρρεύουν. Ο δρόμος προχωράει και μαζί ξεκινούν και άλλα έργα στην περιοχή, όπως η κατασκευή δικτύων ύδρευσης και ηλεκτρισμού. Όμως, η κατάσταση είναι ψυχοφθόρα. Στην διάρκεια της ημέρας, τα συνεργεία δίνουν μάχες με τους ανθρώπους τής ΣΕΚΑ, οι οποίοι κάνουν ό,τι μπορούν για να δημιουργήσουν προβλήματα. Στην διάρκεια της νύχτας, «άγνωστοι» προκαλούν φθορές σε ό,τι φτιάχτηκε το πρωί. Τελικά, το πείσμα τού Κουτσάκη και των χωρικών νικάει. Ο δρόμος (έστω και με χίλια βάσανα) φτιάχνεται και στους Καλούς Λιμένες φτάνει ρεύμα και νερό.
Αυτές οι στοιχειώδεις υποδομές αρκούν για να ξαναζωντανέψει ο ερημωμένος οικισμός. Αρχίζει η επιστροφή των κατοίκων στον τόπο τους, κάνοντας τα αφεντικά της ΣΕΚΑ να ανησυχούν σοβαρά. Κι η ανησυχία τους δεν αργεί να μετατραπεί σε πανικό όταν, το 1985, οι κάτοικοι (με μπροστάρη τον Κουτσάκη) βάζουν μπρος να ξαναφτιάξουν τον οικισμό τους, χτίζοντας τα πρώτα -μετά από πολλά χρόνια- καινούργια σπίτια.
«Παλιά μου τέχνη, κόσκινο», λέει ο λαός και η ΣΕΚΑ ξαναφωνάζει την πολεοδομία, η οποία πλακώνει τους κατοίκους με απανωτές μηνύσεις και πρόστιμα. Ο Κουτσάκης μπαίνει μπροστά και καλύπτει πλήρως τους συγχωριανούς του. Η ΣΕΚΑ καταφεύγει στον τότε νομάρχη Ηρακλείου Μανώλη Λουκάκη και τον πιέζει να στείλει μπουλντόζες για να κατεδαφιστούν τα αυθαίρετα. Ο Κουτσάκης δεν καταλαβαίνει από τέτοια και δεν διστάζει να δηλώσει: «Ο κύριος νομάρχης να ξεκινήσει το γκρέμισμα των αυθαιρέτων από το Ηράκλειο. Κι όσον αφορά τους Καλούς Λιμένες, να γκρεμίσουν πρώτα όλα τα αυθαίρετα της ΣΕΚΑ και την βίλλα των Βαρδινογιάννηδων κι ύστερα τα σπίτια των κατοίκων, αλλοιώς…»
Μόλις μπαίνει ο χειμώνας του 1985, η ΣΕΚΑ αποφασίζει να κάνει ένα βήμα συνεννόησης και οργανώνει μια σύσκεψη, στην οποία καλείται και ο κοινοτάρχης. Ο Κουτσάκης πηγαίνει αλλά η μεν σύσκεψη καταλήγει σε φιάσκο ο δε κοινοτάρχης στο νοσοκομείο, ξυλοκοπημένος από ανθρώπους τής εταιρείας. Λίγες μέρες αργότερα, μια BMW, στην οποία επιβαίνουν τέσσερις άγνωστοι, κλείνει τον δρόμο στο αυτοκίνητο του Κουτσάκη και το ρίχνει στον γκρεμό αλλά ο κοινοτάρχης γλιτώνει και ξεφεύγει.
Όλα αυτά, αντί να αποθαρρύνουν τον Κουτσάκη, τον ατσαλώνουν. Αποφασίζει να χτυπήσει την ΣΕΚΑ στην καρδιά, προσβάλλοντας την ισχύ των συμβολαίων με την οποία ο Νίκος Βαρδινογιάννης είχε αγοράσει την έκταση από τους γιδοβοσκούς. Ξέρει ότι ο κτηματικός κώδικας της μονής έχει κλαπεί αλλά το μυαλό του κάνει μια πολύ έξυπνη σκέψη: εφ’ όσον εκκλησιαστικά η Κρήτη υπάγεται στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εκεί υπάγονται διοικητικά και τα μοναστήρια του νησιού, άρα το πατριαρχείο πρέπει να διαθέτει αντίγραφα των κτηματικών κωδίκων όλων των μοναστηριών τού νησιού.
Ο Κουτσάκης το ψάχνει και αποδεικνύεται ότι έχει δίκιο. Χαμογελάει ικανοποιημένος και κανονίζει να επισκεφθεί ό ίδιος το πατριαρχείο και να αναζητήσει τον κώδικα της Οδηγήτριας, ο οποίος θα αποδείκνυε ότι τα συμβόλαια του 1961 ήσαν παράνομα. Κανονίζει το ταξίδι του για μετά το Πάσχα του 1986. Το κακό είναι ότι πάνω στον ενθουσιασμό του ο νεαρός κοινοτάρχης δεν κρατάει την πληροφορία αποκλειστικά για τον εαυτό του…
Μεγάλη Δευτέρα, 28 Απριλίου 1986. Ο Κουτσάκης με την οικογένειά του επισκέπτονται το διπλανό χωριό, την Πόμπια. Στην επιστροφή, ο κοινοτάρχης βρίσκει τον δρόμο κλειστό από πέτρες και ξύλα που κάποιοι έχουν ρίξει. Σταματάει το αυτοκίνητό του και κατεβαίνει να δει τι συμβαίνει. Πριν βγει καλά-καλά από την πόρτα, δέχεται έναν πυροβολισμό. Καταλαβαίνει τι συμβαίνει και προσπαθεί να φτάσει στο πορτ μπαγκάζ, όπου βρίσκεται η κυνηγετική του καραμπίνα. Τραυματισμένος όπως είναι, δεν προλαβαίνει. Ο δολοφόνος πλησιάζει και τον αποτελειώνει.
Αν και η αστυνομία κάνει ώρες για να εξαπολύσει κυνηγητό προς ανακάλυψη των δραστών, το νέο ταξιδεύει ταχύτατα σε όλη την Κρήτη. Οι εμβρόντητοι κάτοικοι υποψιάζονται ποιοι βρίσκονται πίσω από την στυγερή δολοφονία. Το ίδιο φαίνεται πως υποψιάζεται και η αστυνομία, η οποία στέλνει αμέσως ισχυρή δύναμη για να φρουρήσει τις εγκαταστάσεις της ΣΕΚΑ, φοβούμενη ότι εκεί θα ξεσπάσει η λαϊκή οργή. Μια βδομάδα μετά την δολοφονία, η ΣΕΚΑ επικηρύσσει τους δράστες για δέκα εκατομμύρια αλλά, φυσικά, χωρίς αποτέλεσμα. Το κλίμα παραμένει για πολύ καιρό τόσο τεταμένο ώστε το καλοκαίρι οι Βαρδινογιάννηδες δεν τολμούν να κατεβούν στους Καλούς Λιμένες.
Στις αρχές Ιουνίου, η ΣΕΚΑ επιχειρεί να ξαναρχίσει τα έργα στην παραλία. Οι κάτοικοι εξοργίζονται. Στις 12 Ιουνίου 1986, μαζεύονται στους Καλούς Λιμένες 250 άτομα, τα οποία σταματούν τα έργα, καταλαμβάνουν μια αποθήκη της εταιρείας και πετάνε όλο της το περιεχόμενο στην θάλασσα. Η κατάληψη κρατάει τρεις μέρες, ώσπου καταφθάνει ισχυρή δύναμη σταλμένη κατ’ ευθείαν από την Ανώτατη Αστυνομική Διοίκηση Κρήτης προκειμένου να αναλάβει την διερεύνηση της δολοφονίας. Δυστυχώς, οι ανακρίσεις δεν έχουν αποτέλεσμα.
Στις 30 Ιουλίου 1986, ο ανθυπαστυνόμος της ασφάλειας Ηρακλείου Νίκος Χαριτάκης στέλνει στις εφημερίδες «Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό», όπου καταγγέλλει άνωθεν παρεμβάσεις στο έργο του: «Πρόσφατο παράδειγμα η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Προέδρου των Πηγαϊδακίων, η εξιχνίαση του οποίου είναι ζήτημα ωρών. Η περιοχή βοά, λύστε τα χέρια της Αστυνομίας και κλείστε τα στόματα που παραπλανούν σκόπιμα δια του Τύπου και δια των ψιθύρων την κοινή γνώμη» (εφημερίδα Μεσόγειος, 30 Ιουλίου 1986). Οι συγγενείς τού Κουτσάκη προτείνουν τον Χαριτάκη για μάρτυρα. Αντί για απάντηση, η διοίκηση της αστυνομίας μεταθέτει τον Χαριτάκη.
Στις επόμενες εκλογές, οι κάτοικοι εκλέγουν ως κοινοτάρχη τον πατέρα τού δολοφονημένου Γιάννη Κουτσάκη. Λίγο μετά την εκλογή του, ο Μανώλης Κουτσάκης παίρνει με το ταχυδρομείο έναν φάκελλο. Ο φάκελλος έχει σταλεί από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και περιέχει τρεις φωτογραφίες από το σημείο τής δολοφονίας, όπου φαίνεται και η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετήθηκε εκεί. Η έρευνα που έγινε για αποτυπώματα δεν απέδωσε καρπούς. Σύντομα, όμως, ο Μανώλης Κουτσάκης άρχισε να δέχεται ανώνυμα σημειώματα: «κάθαρμα, θα πεθάνεις κι εσύ».
Συνέχεια: